ἀταρτηρός
Τέθνηκ' ἐν ἀνθρώποισιν πᾶσα γὰρ χάρις → Emortua omnis est hominibus gratia → Zu Grab getragen ist bei Menschen aller Dank
English (LSJ)
ἀταρτηρόν, mischievous, baneful, ἀταρτηροῖς ἐπέεσσιν Il.1.223; of a person, Μέντορ ἀταρτηρέ Od.2.243; γενέθλη Hes.Th.610; στόμα Πόντου Theoc.22.28; of wild beasts, Q.S.4.223, 12.40.
Spanish (DGE)
-όν
• Prosodia: [ᾰ-]
I injurioso ἀταρτηροῖς ἐπέεσσιν ... προσέειπε Il.1.223
•malvado, funesto, terrible Μέντορ ἀταρτηρέ Od.2.243, γενέθλη Hes.Th.610, τύραννος Opp.C.4.303, cf. H.5.523, στόμα Πόντου Theoc.22.28, Ἀθάμαντος δόμοι Opp.C.4.240, λάμνη Opp.H.1.370, νύγματα Opp.H.2.461, νοῦσος Opp.H.2.630, Orph.L.51, 345, θήρεα Q.S.4.223, νόημα Q.S.1.424, πόλεμος Q.S.1.520.
II adv. -ῶς
1 terriblemente ἐμάχοντο Q.S.6.360.
2 arrogantemente πάντας δ' ηἰθέους Eudoc.Cypr.1.1, cf. 52B.
German (Pape)
[Seite 384] (verstärkte Form von ἀτηρός), der ἄτη angehörig, unterworfen, verblendet, maßlos; auch = verderblich, feindselig; Hom. Iliad. 1, 223 Πηλείδης δ' ἐξαῦτις ἀταρτηροῖς ἐπέεσσιν Ἀτρείδην προσέειπε, καὶ οὔ πω λῆγε χόλοιο. »οἰνοβαρές, κυνὸς ὄμματ' ἔχων, κραδίην δ' ἐλάφοιο« κ.τ.ε,: mit maßlosen Worten; Odyss. 2, 243 Μέντορ ἀταρτηρέ, φρένας ἠλεέ, ποἶον ἔειπες: ἀταρτηρέ und φρένας ἠλεέ stehn παραλλήλως, = du Verblendetet. – Hes. Th. 610 ἀταρτηροῖο γενέθλης; στόμα πόντου Theocr. 22, 28; Qu. Sm. 4, 222.
French (Bailly abrégé)
ά, όν :
funeste, malfaisant.
Étymologie: ἀ- prosth. et R. Ταρ troubler, avec redoubl. ; cf. ταράσσω.
Russian (Dvoretsky)
ἀταρτηρός: злобный, жестокий, губительный (ἔπεα Hom.; γενέθλη Hes.; στόμα Πόντου Theocr.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀταρτηρός: -όν, χαλεπός, δηκτικός, πειρακτικός, ἀταρτηροῖς ἐπέεσσιν Ἀτρεΐδην προσέειπε Ἰλ. Α. 223· ἐπὶ προσώπων, Μέντορ ἀταρτηρέ, «ὑβριστικέ, χαλεπέ» (Σχόλ.), Ὀδ. Β. 243· γενέθλη Ἡσ. Θ. 610· στόμα Πόντου Θεόκρ. 22, 28· ἐπὶ ἀγρίων θηρίων Κόϊντ. Σμ. 4. 223, (θεωρεῖται ὡς ἐξ ἐπικοῦ ἀναδιπλασιασμοῦ προκύψας τύπος τοῦ ἀτηρός).
English (Autenrieth)
doubtful word, harsh, abusive, mischievous, Il. 1.223, Od. 2.243.
Greek Monolingual
ἀταρτηρός, -όν (Α)
1. υβριστικός, δηκτικός
2. επικίνδυνος, καταστρεπτικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός σχηματισμός, άγνωστης προελεύσεως. Υποστηρίχθηκε ότι ο τ. αταρτηρός παρουσιάζει τον ίδιο σχηματισμό με το ιων. ατηρός < άτη, δηλ. όπως aFaτārόs < aFatā προϋποτίθεται και εδώ ένα αφηρημένο ουσ. ατάρτᾱ ή, κατ' άλλη υπόθεση, άταρτος «αυτός που δύσκολα θραύεται, κατατρίβεται» (πρβλ. ατέραμνος, τείρω)].
Greek Monotonic
ἀταρτηρός: -όν, επίθ. αντί ἀτηρός.
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: mischievous, baneful (Il.)
Derivatives: ἀταρτᾶται βλάπτει, πονεῖ, λυπεῖ H.,
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Unknown. Stürmer IF 47, 299 assumes a form *ἄταρτος unzerreiblich, comparing ἀτέραμνος, τείρω; difficult. S. Bechtel Lex. and Bq.
Middle Liddell
mischievous, baneful, Hom.
Frisk Etymology German
ἀταρτηρός: {atartērós}
Meaning: ep. Adj. (seit Il.) unsicherer Bedeutung, rücksichtslos, verderblich (?).
Derivative: Daneben ἀταρτᾶται· βλάπτει, πονεῖ, λυπεῖ H., Bildung wie ἀρτάω (s. d.).
Etymology: Sonst dunkel. Stürmer IF 47, 299 geht von einem unbelegten *ἄταρτος unzerreiblich (vgl. ἀτέραμνος, τείρω) aus; ähnlich schon Bechtel Lex. mit allerlei morphologischen Kombinationen. Über andere Hypothesen s. bei Bq.
Page 1,176