οἶτος
Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
English (LSJ)
ὁ,
A fate, doom, usu. in a bad sense, κακὸς οἶ. Il.8.34, Od.1.350, al.; σὺ δέ κεν κακὸν οἶ. ὄληαι Il.3.417 ; ἀλκυόνος πολυπενθέος οἶ. ἔχουσα 9.563 ; καλὰ τὸν οἶ. ἀπότμου παιδὸς ἔνισπες 24.388 ; κατὰ κόσμον Ἀχαιῶν οἶ. ἀείδεις Od.8.489 ; Δαναῶν ἰδὲ Ἰλίου οἶ. ἀκούων ib.578 ; but simply, lot, τὸν τῆς μελίσσης οἶ. ἔχειν Democr.227.—Ep. word, used in lyr. by S.El.167, E.IT1091 (dub. l.). (Prob. from εἶμι ibo.)
German (Pape)
[Seite 313] ὁ (entweder von οἴ; verwandt mit οἶκτος, od. von οιω, οἴσω, das Gebrachte, wie fors von fero), Loos, G efchi ck; bei Hom. stets unglückliches G., Unglück; Ἀλκυόνος πολυπενθέος οἶτον ἔχουσα, Il. 9, 563; τὸν οἶτον ἀπότμου παιδὸς ἔνισπες, 24, 388; Od. 1, 350; oft mit κακός verbunden, οἵ κεν δὴ κακὸν οἶτον ἀναπλήσαντες ὄλωνται Il. 8, 34, σὺ δέ κεν κακὸν οἶτον ὄληαι 3, 417, einen schlimmen Tod sterben, πολέες κακὸν οἶτον ἐπέσπον Od. 3, 134; τὸν ἀνήνυτον οἶτον ἔχουσα κακῶν Soph. El. 163; ἔλεγον οἶτον ἀείδεις, Eur. I. T. 1091; einzeln bei sp. D., wie Callim. Lav. Pall. 94.
Greek (Liddell-Scott)
οἶτος: ὁ, μοῖρα, μόρος, θάνατος, συμφορά, ἀείποτε ἐπὶ κακῆς σημασίας, κακὸς οἶτος, Ἰλ. Θ. 34, Ὀδ. Α. 350, κ. ἀλλ.· κακὸν οἶτον ἀπόλλυσθαι, ἀποθνήσκειν κακόν, θλιβερὸν θάνατον, Ἰλ. Γ. 417 καὶ ἄνευ ἐπιθέτου, ἀλκυόνος πολυπενθέος οἶτον ἔχουσα, τὴν συμφοράν, Ι. 563 (559)· καλὰ τὸν οἶτον ἀπότμου παιδὸς ἔνισπες Ω. 388· κατὰ κόσμον Ἀχαιῶν οἶτον ἀείδεις Ὀδ. Θ. 489· Δαναοῦ ἤδ’ Ἰλίου οἶτον ἀκούων αὐτόθι 578. - Ἀρχαία Ἐπικ. λέξ. ἐν χρήσει παρὰ Σοφ. ἐν Ἀντ. 858, Ἠλ. 167, Εὐρ. Ι. Τ. 1091 (ἐν λυρικοῖς χωρίοις), Συλλ. Ἐπιγρ. 4708. (Πιθανῶς ἐκ τοῦ εἶμι, ἴδε ἐν λέξ. εἶμι).