ἀπόβασις

From LSJ
Revision as of 11:27, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_8)

τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπόβᾰσις Medium diacritics: ἀπόβασις Low diacritics: απόβασις Capitals: ΑΠΟΒΑΣΙΣ
Transliteration A: apóbasis Transliteration B: apobasis Transliteration C: apovasis Beta Code: a)po/basis

English (LSJ)

εως, ἡ, (ἀποβαίνω)

   A stepping off, disembarking, ἀπὸ τῶν νεῶν ἐς τὴν Λοκρίδα ἀποβάσεις ποιησάμενοι Th.3.103, cf.115; ἡ ναντικὴ ἐπ' ἄλλους ἀ. landing from ships in the face of an enemy, Id.4.10: abs., ποιεῖσθαι ἀ. disembark, land, Id.2.26; ἀ. ἐστι a landing is possible, Id.4.13, cf. 6.75; οὐκ ἔχει ἀπόβασιν does not admit of landing, or has no landing-place, Id.4.8; ἐν ἀποβάσει τῆς γῆς, = ἀποβάντες ἐς τὴν γῆν, Id.1.108.    2 in Plb.8.4.4 ἐξ ἀποβάσεως ἰσοϋψὴς τῷ τείχει, of a ladder, equal in height to the wall, when planted at the proper distance from its foot, cf. Id.9.19.7.    II way of escape, Plu.Sol.14.    III result, issue, τῶν εἰρημένων Aret.SA2.4, Luc.Hes.6(pl.), Artem.4.83; of prophecies, Phld.D.1.25; success in a race (prob.), Tab. Defix.Aud.234.59 (Carthage, i A.D.), al.    IV = ἀγὼν ἀποβατικός, IG7.4254 (Oropus, iv B.C.).    V numerical sequence, Theol.Ar. 60.

German (Pape)

[Seite 297] ἡ, 1) das Herabsteigen, bes. aus dem Schiffe, Landung, γῆς Thuc. 1, 108; ἐς γῆν ἀπόβασιν ποιεῖσθαι 2, 33; 8, 24; Pol. 1, 29 u. öfter; ἐπί τινα, feindliche Landung, Thuc. 4, 10; ἀπόβ. ἐστι, man kann landen, 4, 3; τῶν βαρβάρων Isocr. 4, 87. – 2) der Abzug, Plut. Nic. 22. – 3) der Ausgang, Plut. Sol. 14 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόβασις: -εως, ἡ, (ἀποβαίνω) ἀπόβασις ὡς καὶ νῦν, ἔξοδος ἀπὸ τοῦ πλοίου, ἀπὸ τῶν νεῶν ἑς τόπον Θουκ. 3. 103, κτλ.· Ἀθηναίους ὄντας καὶ ἐπισταμένους ἐμπειρίᾳ τὴν ναυτικὴν ἐπ’ ἄλλους ἀπόβασιν, «Ἀθηναῖοι ὄντες καὶ εἰδότες σαφῶς ἐκ πείρας πόσας δυσκολίας ἔχει μία ἀπόβασις ναυτικὴ κατὰ τῶν πολεμίων» (Δούκας), ὁ αὐτ. 4. 10· ἀπολ., ποιεῖσθαι ἀπόβασιν, ἀποβαίνειν, ἐξέρχεσθαι εἰς τὴν ξηράν, Θουκ. 2. 26· εἰς τόπον ὁ αὐτ. 3. 115· ἀπ. ἐστι, ὑπάρχει ἐπόβασις, ὑπάρχει μέρος ν’ ἀποβῇ τις, ὁ αὐτ. 4.13., 6. 75· οὐκ ἔχει ἀπόβασιν, δὲν ἔχει μέρος ν’ ἀποβῇ τις, δὲν δύναταί τις νὰ κάμῃ ἀπόβασιν, ὁ αὐτ. 3. 8· ἐν ἀποβάσει τῆς γῆς = ἀποβάντες εἰς τῆν γῆν, ὁ αὐτ. 1. 108· πανταχῇ ἧ ἀποβάσεις ἦσαν, μέρη κατάλληλα πρὸς ἀπόβασιν, ὁ αὐτ. 6. 75. 2) τὸ παρὰ Πολύβ. 8. 6, 4 κλίμακα… ὥστε ἐξ ἀποβάσεως ἴσοϋψῆ γενέσθαι τῷ τείχει, σημαίνει ὁτι ἡ κλῖμαξ πρέπει νὰ γείνῃ ἴση πρὸς τὸ ὕψος τοῦ τείχους τοποθετουμένη εἰς ἐνάλογον ἀπόστασιν ἐκ τῆς βάσεως αὐτοῦ, δηλ. (ὥς φαίνεται ἐκ τοῦ 9. 19, 6) περίπου κατὰ τὸ ἓν ἕκτον μακροτέρα τοῦ ὕψους τοῦ τείχους. ΙΙ. ὅδὸς πρὸς ἀναχώρησιν, διέξοδος, διαφυγή, Πλουτ. Σόλων 14. ΙΙΙ. ἔκβασις, ἀποτέλεσμα, τελείωσις, τῶν εἰρημένων Ἀρετ. περὶ Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 2. 4, Λουκ. Διάλεξ. πρὸς Ἡσ. 6.