κολακεία
From LSJ
οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor
English (LSJ)
ἡ,
A flattery, fawning, Democr.268, Pl.R.590b, Grg.463c, 465b, Thphr.Char.2, etc.; πολλὴν κολακείαν πεποίηται Aeschin.3.162, cf.Cic.Att.13.27.1; περὶ κολακείας, title of treatise by Phld.
German (Pape)
[Seite 1472] ἡ, das Schmeicheln, die Schmeichelei; Plat. Gorg. 455 a u. A.; κολακείαν ποιεῖσθαι, = κολακεύειν, Aesch. 3, 162; πρός τινα, Ath. VI, 252 f.
Greek (Liddell-Scott)
κολᾰκεία: ἡ, ὡς καὶ νῦν, Πλάτ. Πολ. 590Β, Γοργ. 453Β, 465Β, κτλ.· κολακείαν ποιεῖσθαι Αἰσχίν. 76. 42.