ἀφηγέομαι

From LSJ
Revision as of 10:22, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_12)

παρθενικὴν δὲ γαμεῖν, ἵνα ἤθεα κεδνὰ διδάξῃς → take thee a maiden to wife, and teach her ways of discretion

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀφηγέομαι Medium diacritics: ἀφηγέομαι Low diacritics: αφηγέομαι Capitals: ΑΦΗΓΕΟΜΑΙ
Transliteration A: aphēgéomai Transliteration B: aphēgeomai Transliteration C: afigeomai Beta Code: a)fhge/omai

English (LSJ)

Ion. ἀπηγ-,

   A lead the way from a point, and so generally, lead the way, go first, Pl.Lg.760d, etc.; οἱ ἀφηγούμενοι the van, X.HG4.8.37; ἀ. τῆς ἀποικίας, τῆς ἀγέλης, to be leader of... Arist.Fr. 514, Mir.831a22; πρεσβείας Str.1.3.1; τῆς σχολῆς D.L.4.14; τῆς Ἀκαδημείας Phld.Acad.Ind.p.57 M.; ζῴων Porph.Abst.2.38; οὐκ ἀφηγησαμένῳ δὴ τὸ τέλος ἐγένετο died without ever taking up his command, Phld.Acad.Ind.p.61M.    II tell, relate, Hdt.1.24, al., E.Supp. 186; assert, Aret.CA2.7:—pf. in pass. sense, ἀπήγηταί μοί τι Hdt. 5.62; τὸ ἀπηγημένον what has been told, Id.1.207, cf. 9.26.

German (Pape)

[Seite 409] 1) vorangehen, anführen, Plat. Legg. VI, 760 d Xen. Hell. 5, 1, 8 u. sonst, doch nicht häufig; Xen. Cyr. 2. 3, 22 οἱ τελευταῖοι πρῶτοι ἀφηγοῦνται, zuerst abmarschiren. – 2) gew. erzählen, erklären, Eur. Suppl. 186; πᾶν τὸ γεγονός, τὸ ὄνομα, Her. 1, 24, öfter, bei dem ἀπήγηταίμοί τι 5, 62 wie τὸ ἀπηγημένον 1, 201 passive Bdtg haben; seltner bei Folgdn, Xen. An. 7, 2, 26 Dion. Hal. Iud. Thuc. 26.

Greek (Liddell-Scott)

ἀφηγέομαι: Ἰων. ἀπηγέομαι, μέλλ. -ήσομαι: ― Ἀποθ., προηγοῦμαι ἀπὸ τινος σημείου, καὶ ἑπομένως ἐν γένει, ὁδηγῶ, προηγοῦμαι, προπορεύομαι, Πλάτ. Νόμ. 760D, κτλ.· οἱ μὲν Ἀβυδηνοὶ ἀφηγούμενοι, προπορευόμενοι, Ξεν. Ἑλλ. 4. 8, 37· ἀφ. τῆς ἀποικίας, τῆς ἀγέλης, εἶμαι ὁ πρῶτος, ὁ ἀρχηγός, Ἀριστ. Ἀποσπ. 471, Θαυμ. 10· τῆς πρεσβείας Στράβ. 47· τῆς σχολῆς Διογ. Λ. 4. 14. ΙΙ. λέγω, διηγοῦμαι, ἐξηγοῦμαι, Ἡρόδ. 1. 24, 86, καὶ συχν. ὁ πρκμ. εἶναι ἐν χρήσει ἐπὶ παθ. σημ. παρ’ Ἡροδ., ἀπήγηταί μοί τι 5. 62· τὸ ἀπηγημένον, τὸ λεχθέν, 1. 207, πρβλ. 9. 26. - Λέξις τοῦ πεζοῦ λόγου ἀπαντῶσα καὶ παρὰ Ψευδο-Εὐριπ. ἐν Ἱκ. 186 μετὰ σημασ. ΙΙ.