περιχωρέω

From LSJ
Revision as of 11:10, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_22)

Ἡ δ' ἁρπαγὴ μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Vitiorum hominibus pessimum est rapacitas → Der Menschen schlimmstes Laster ist die Gier nach Raub

Menander, Monostichoi, 212
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιχωρέω Medium diacritics: περιχωρέω Low diacritics: περιχωρέω Capitals: ΠΕΡΙΧΩΡΕΩ
Transliteration A: perichōréō Transliteration B: perichōreō Transliteration C: perichoreo Beta Code: perixwre/w

English (LSJ)

   A go round, σὺ περιχώρει λαβὼν τὴν χέρνιβα Ar.Av.958; π. τὴν Ἑλλάδα Thalesap.D.L.1.44.    II rotate, Anaxag.9, 12.    2 to be transferred to, come to in succession, ἡ βασιληΐη π. ἐς Δαρεῖον Hdt. 1.210 ; ἡ ὀργὴ π. ἐς τό τινων μίασμα D.C.40.49.

German (Pape)

[Seite 601] herumgehen, -kommen, περιχώρει Ar. Av. 958, u. Sp., wie Plut. z. B. ἵνα μὴ δόξῃ εἰς τὴν γυναῖκα περιχωρεῖν τὸ δῶρον, Qu. Rom. 8; von der Regierung, nach der Reihe an Einen kommen, εἰς Δαρεῖον ἡ βασιληΐη, Her. 1, 210.

Greek (Liddell-Scott)

περιχωρέω: χωρῶ ὁλόγυρα, Ἀριστοφ. Ὄρν. 958· ἄνω κάτω π. Λουκ. Βίων πρᾶσις 14· π. τὴν Ἑλλάδα Θαλῆς παρὰ Διογ. Λ. 1. 44. ΙΙ. περιστρέφομαι, Ἀναξαγ. 8. 2) περιέρχομαι εἰς..., διαδοχικῶς καταντῶ εἰς..., π. εἰς Δαρεῖον ἡ βασιληίη Ἡρόδ. 1. 210· ἡ ὀργὴ π. εἴς τινα Δίων Κ. 40. 49· πρβλ. περιέρχομαι, περίειμι (εἶμι).