τέλεσμα
Εὔπειστον ἀνὴρ δυστυχὴς καὶ λυπούμενος → Concinnat luctus suspicacem et miseria → Leichtgläubig ist ein Mann im Unglück und im Leid
English (LSJ)
ατος, τό, (τελέω)
A money paid or to be paid, payment, D.S.29.19, Sch.Ar.Ach.615; τ. σιτικὰ καὶ ἀργυρικά OGI669.47 (Egypt, i A.D.), cf. BGU1067.14 (ii A.D.), Cod.Just.10.16.13.6; tax, γῆ καθαρὰ ἀπὸ δημοσίων τ. POxy.1270.40 (ii A.D.); τελεῖν τὰ εὐσεβῆ τ. BGU917.15 (iv A.D.), cf. POxy.1647.45 (ii A.D.), etc.; outlay, IG12 (1).1032.29 (Carpathos, ii (?) B.C.), Supp.Epigr.3.674A16 (Rhodes, ii B.C.), Luc.JTr.11, Sat.35; τελέσμασι τοῖς αὐτῶν at their own expense, SIG581.55 (Crete, iii/ii B.C.). II certified copy, certificate, Jahresh.7 Beibl.44 (Ephesus, i B.C.).
German (Pape)
[Seite 1085] (wie τέλος), τό, Zoll, Steuer, Abgabe, Aufwand, Luc. Saturn. 35 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
τέλεσμα: τό, (τελέω) χρήματα πληρωθέντα ἢ μέλλοντα νὰ πληρωθῶσι, πληρωμή, Διοδ. Ἐκλογ. 576, 66, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἀχ. 613· τὰ σιτικὰ καὶ ἀργυρικὰ Συλλ. Ἐπιγρ. 4957. 47· - δαπάνη, ἔξοδον, Λουκ. ἐν Διῒ Τραγ. 11, Κρον. 35. ΙΙ. συμπλήρωσις, Ἰουστινιαν. ΙΙΙ. θρησκευτικὴ τελετὴ, Κλήμ. Ἀλεξ. 18. 2) πρᾶγμα ἀφιερωμένον, ὅπερ οἱ Ἄραβες μετέτρεψαν εἰς telsam (ἀγγλ. talisman) φυλακτήριον, ἴδε Δουκάγγ.