σύνδυο
τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)
English (LSJ)
οἱ, αἱ, τά,
A two together, two and two, in pairs, h.Ven.74, Pi. P.3.81, Hdt.4.66, Hyp.Eux.16, Pl.Lg.962e, IG22.1671.21 (iv B.C.), etc.; ἀνὰ σύνδυο Gal.6.216; κατὰ σύνδυο ib.214, UP15.4; σύνδυο unaltered in dat., Plb.8.4.2.--For Il.10.224, v. συνέρχομαι 1.
German (Pape)
[Seite 1009] οἱ, αἱ, τά, je zwei, zwei zusammen, paarweise, H. h. Ven. 74; Her. 4, 66; Plat. Tim. 54 d u. öfter; Xen. An. 6, 3, 2.
Greek (Liddell-Scott)
σύνδυο: οἱ, αἱ, τά, δύο ὁμοῦ, ἀνὰ δύο, κατὰ ζεύγη, Λατ. bini, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀφρ. 74, Πινδ. Π. 3. 146, Ἡρόδ. 4. 66, Ὑπερείδ. ὑπὲρ Εὐξεν. 29, Πλάτ., κλπ.· σύνδυο ἀμετάβλ. ἐν τῇ δοτ., Πολύβ. 8. 6, 2. ― Περὶ τοῦ χωρίου τῆς Ἰλ. Κ. 224, ἴδε ἐν λ. συνέρχομαι Ι.