ἀποκεκαλυμμένως
From LSJ
Ὁ κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is your entrance: you came, you saw, you departed (Democritus fr. 115 D-K)
English (LSJ)
Adv.
A openly, Isoc.8.62, D.H.Rh.8.3, Lib.Or. 1.37, al.
German (Pape)
[Seite 306] unverhohlen, Isocr. 8, 62.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποκεκᾰλυμμένως: ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ., φανερῶς, Ἰσοκρ. 171Ε, Διον. Ἁλ. περὶ Ρητ. 8. 3.