ἐπίλυπος
ζηλοῦτε δὲ τὰ χαρίσματα τὰ μείζονα. Καὶ ἔτι καθ᾽ ὑπερβολὴν ὁδὸν ὑμῖν δείκνυμι (1 Corinthians 12:31) → But go ahead and strive for the greater gifts. And I'm about to show you a still more excellent way.
English (LSJ)
ον, (λύπη)
A sad, γένος Ph.2.29; in low spirits, Aret.SA2.12, SD1.6, Ruf.Fr.70.21. Adv. -πως sadly, ἀπολαύειν Ph.1.136. II. painful, ἐπίλυπον ἡ ἀνδρεία Arist.EN1117a34; τὸ ἐ. a thing that causes pain, ib.1110b19; ἐ. γῆρας Plu.2.13a. Adv. -πως, καταστρέψαι τὸν βίον D.S.17.118.
German (Pape)
[Seite 959] betrübt, traurig, Plut. u. a. Sp.; – auch act. Betrübniß, Trauer hervorbringend, Arist. Eth. Nic. 11, 4. – Adv., D. Sic.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίλῡπος: -ον, (λύπη) σκυθρωπὸς ἐκ λύπης, ἡσυχῇ ἐπίλυποι, κατηφέες Ἀρετ. π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 2. 12· μελαγχολικός, ἄθυμος, Πλούτ. 2. 13Α. ΙΙ. λυπηρός, προξενῶν λύπην, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 3. 2, 5 κ. ἀλλ.· τὸ ἐπίλυπον, τὸ προξενοῦν λύπην, αὐτόθι 3. 1, 13, πρβλ. Ἡσύχ. ἐν λ. καματηρόν.