θρύψις
Δεῖ τοὺς φιλοῦντας πίστιν, οὐ λόγους ἔχειν → Non bene stat intra verba amicorum fides → Vertrauen müssen Freunde sich, viel reden nicht
English (LSJ)
εως, ἡ,
A breaking in small pieces, οὔτε . . εἴη ἂν ἄπειρος ἡ θ. Arist.GC316b30; dispersion, ἡ θ. τοῦ ἀέρος Id.de An.419b23; coupled with διάλυσις, Chrysipp.Stoic.2.173. II softness, weakness, σώματος Plu.Dem.4: esp. metaph., debauchery, X.Cyr.8.8.16, Plu.Lyc. 14: pl., Id.2.732e. 2 daintiness, κόμης ib.693b; θ. (cj. for τρίψις) ἐπικρατίδων Hp.Praec.10.
German (Pape)
[Seite 1221] ἡ, das Zerreiben, Zermalmen, Aufreiben, ἀέρος Arist. de anim. 2, 8, Sp.; – Weichlichkeit, schwelgerische Lebensart, Luxus, Xen. Cyr. 8, 8, 16 u. öfter bei Sp., wie Plut. Dem. 4 Lycurg. 14 Ael. H. A. 5, 11. 6, 19.
Greek (Liddell-Scott)
θρύψις: -εως, ἡ, θραῦσις εἰς μικρὰ τεμάχια, σύντριψις, οὔτε... εἴη ἂν ἄπειρος ἡ θρ. Ἀριστ. π. Γεν. καὶ Φθορ. 1. 2, 20, πρβλ. τὸ π. Ψυχ. 2. 8, 5. ΙΙ. μεταφ., μαλακότης, ἀδυναμία, ἀκολασία, ἀσέλγεια, Ξεν. Κύρ. 8. 8, 16, Πλούτ. ἐν Λυκούργ. 14, Ἀνθ. Π. 8. 166, κτλ.