ἀντιδικέω

From LSJ
Revision as of 10:50, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_13b)

τὸ ἐμόν γ' ἐμοὶ λέγεις ὄναρ → you are telling me what I know already, you are telling me my own dream

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντιδῐκέω Medium diacritics: ἀντιδικέω Low diacritics: αντιδικέω Capitals: ΑΝΤΙΔΙΚΕΩ
Transliteration A: antidikéō Transliteration B: antidikeō Transliteration C: antidikeo Beta Code: a)ntidike/w

English (LSJ)

impf.

   A ἠντιδίκουν Lys.6.12, but ἠντεδίκουν (acc. to the best Ms.) D.39.37, 40.18: aor. ἠντεδίκησα Id.47.28:—to be an ἀντίδικος, dispute, go to law, περί τινος X.Mem. 4.4.8; οἱ ἀντιδικοῦντες ἑκάτεροι the parties to a suit, Pl.Lg.948d: abs., of the defendant, ἀντιδικῶν Ar.Nu.776; ἀ. πρός τι or πρός τινα to urge one's suit against .., D.28.17, 41.10, Is.11.9; join issue, ἠντιδίκει ἦ μήν .., c. acc. et inf., Lys.l.c.; oppose, rebut, διαβολαῖς D.41.13; ἀλλήλοις prob. in Thugen.ID.    II Pass., to be an object of dispute, Phot.p.147R.

German (Pape)

[Seite 251] impf. ἠντιδίκει Lys. 6, 12; ἠντεδίκεις Dem. 39, 37. 40, 18; gegen Jemand processiren, meist absolut, ἑκάτεροι οἱ ἀντιδικοῦντες, beide Parteien vor Gericht, Plat. Legg. XII. 948 d; ἀντιδικῶν δίκην, seine Sache vertheidigend, Ar Nubb. 766; übh. dagegen sprechen, πρός τι Dem. 41, 10, fut., wie Isae. 11, 9; πῶς ἂν ταῖς διαβολαῖς ἀντιδικοίην Dem. 41, 13.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιδῐκέω: μέλλ. -ήσω: παρατ. ἠντιδίκουν Λυσ. 104. 12, ἀλλ’ ἠντεδίκουν (κατὰ τὸ ἄριστον χειρόγρ.) Δημ. 1006. 2, 1013. 23: ἀόρ. ἠντιδίκησα Δημ. παρὰ Πολυδ. Η΄, 23. Ἐγείρω ἢ ἔχω δίκην κατά τινος, προστρέχω εἰς τὸ δικαστήριον ὡς ἀντίδικος, περί τινος Ξεν. Ἀπομν. 4. 4, 8· οἱ ἀντιδικοῦντες ἑκάτεροι, ἀμφότεροι οἱ ἀντίδικοι, Πλάτ. Νόμ. 948D· ἀπολ., ἐπὶ τοῦ κατηγορουμένου, ἀντιδικῶν δίκην, ὑπερασπίζων δίκην, Ἀριστοφ. Νεφ. 776· ἀντ. πρός τι ἢ πρός τινα, ἐγείρω δίκην ἐναντίον τινός, Δημ. 840, ἐν τέλ., 1030, ἐν τέλ., Ἰσαῖος 84. 21· μετ’ αἰτιατ. καὶ ἀπαρεμ., ἀντιδικάζομαι πρός τινα περί τινος, ὁ δὲ Ἄρχιππος ἠντιδίκει ἦ τὸν Ἑρμῆν ὑγιᾶ τε καὶ ὅλον εἶναι Λυσ. ἔνθ’ ἀνωτ.: ἐναντιοῦμαι, ἀποκρούω, διαβολαῖς Δημ. 1032. 4.