αὐθάδεια

From LSJ
Revision as of 10:52, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_20)

τίς δ' οἶδεν εἰ τὸ ζῆν μέν ἐστι κατθανεῖν, τὸ κατθανεῖν δὲ ζῆν κάτω νομίζεται → who knows if life is death, and if in the underworld death is considered life

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐθάδεια Medium diacritics: αὐθάδεια Low diacritics: αυθάδεια Capitals: ΑΥΘΑΔΕΙΑ
Transliteration A: authádeia Transliteration B: authadeia Transliteration C: afthadeia Beta Code: au)qa/deia

English (LSJ)

[θᾱ], poet. and later Prose (SIG1243.27) αὐθαδία, ἡ,

   A wilfulness, stubbornness, A.Pr.79, S.OT549, Ar.Th.704, Pl.R.590a, BGU 1187.21 (i B. C.), IG7.2725.27 (Acraephia, ii A. D.), etc.; opp. εὐβουλία, A.Pr.1034; surliness, Thphr.Char.15.1; mean betw. ἀρέσκεια and σεμνότης, Arist.EE1221a8; αὐθαδίαν αὐθαδίᾳ [ἐξελαύνειν] Antiph.300.4; ἡ αὐ. τῶν συνθηκῶν ὅτι οὐ μετὰ κοινῆς γνώμης αὐτὰς ἔπραξεν D.H.9.17.

Greek (Liddell-Scott)

αὐθάδεια: ποιητ. -ία, ἡ, αὐθαιρεσία, ἐπιμονή, ἰσχυρογνωμοσύνη, προπέτεια, ἀπειθαρχία, ἀπότομος τρόπος, τὸ δυσήνιον, ἀλαζονεία, τὴν δ’ ἐμὴν αὐθαδίαν ὀργῆς τε τραχύτητα μὴ ᾿πίπλησσέ μοι Αἰσχύλ. Πρ. 79, Σοφ. Ο.Τ. 549, Ἀριστοφ. Θεσμ. 704, κτλ. (ἐν τῷ ποιητ. τύπ.), Πλάτ. Πολ. 590Α, κτλ. (κατὰ τὸν κοινὸν τύπον)· ἀντίθ. τῷ εὐβουλία. Αἰσχύλ. Πρ. 1034, 1036· τῷ ἀρέσκεια, Ἀριστ. Ἠθ. Εὐδ. 2. 3, 7· αὐθαδίαν αὐθάδίᾳ [ἐξελεύνειν] Ἀντιφ. ἐν Ἀδήλ. 13· ἡ αὐθ. τῶν συνθηκῶν Διον. Ἁλ. 9. 17.