ἁλτῆρες
Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter
English (LSJ)
ων, οἱ (sg., Philostr.Gym.55), (ἅλλομαι)
A weights held in the hand to give an impetus in leaping, Crates Com.11, Arist.IA705a16, Pr.881b5, etc.
German (Pape)
[Seite 110] οἱ (ἅλλομαι), (Springer) Bleimassen, die man bei den Springübungen zur Verstärkung des Schwunges in den Händen hielt, Wuchtkolben oder Hanteln, vgl. Arist. Probl. 5, 8; Luc. Gymn. 27.
Greek (Liddell-Scott)
ἁλτῆρες: -ων, οἱ, (ἅλλομαι) βάρη, ἅπερ οἱ πηδῶντες ἐκράτουν εἰς τὰς χεῖρας, ὅπως προσκτῶνται ὁρμὴν ἐν τῷ πηδήματι, Κράτης ἐν «Ἥρωσιν» 4· (ἔνθα ἴδε Meineke), Ἀριστ. Περὶ Ζ. πορ. 3. 3, 4, πρβλ. 5. 8, πρβλ. Ἰουβεν. 6. 421, Μαρτιάλ. 7. 67., 14. 49, Σενέκ. Ἐπιστ. 56. 1, Μυλλέρ. Ἀρχ. Τεχν. §423. 3. Λεξ. Ἀρχαιολ. ἐν λέξει: - ἐντεῦθεν ἁλτηρία, ἡ, ἡ χρῆσις τῶν ἁλτήρων, Ἀρτεμίδ. 1. 55· ὡσαύτως ἁλτηροβολία, ἡ, Ἰάμβλ. βίος Πυθαγ. 21.