ἀνάκλισις
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
English (LSJ)
εως, ἡ,
A lying or leaning back, position in bed, Hp.Coac.487, Arist.Cat.6b11. 2 bending back, in tetanus, Aret.SA1.6. II back to lean against, θρόνοι . . ἀνακλίσεις ἔχοντες . . IG2.676, cf. 2.701 ii (iii) 45, cf. Ath.5.192f; βάθρον ἀνάκλισιν ἔχον IG 4.39 (Aegina); bench, seat, JHS12.232, cf. IG1.277d.
German (Pape)
[Seite 192] ἡ, das An-, Zurücklehnen, Hippocr.; bei Plut. Anton. 72 neben ἔγερσις, wie Agath. 69 (XI, 382), das Aufstehen vom Lager.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνάκλῐσις: -εως, ἡ, τὸ ἀνακλίνεσθαι, ἐξάπλωμα, «πλάγ~ιασμα», Ἱππ. Κωακ. 197, Ἀριστ. Κατηγ. 7. 3. ΙΙ. ἐρεισίνωτον, βάθρον ἀνάκλισιν ἔχον Συλλ. Ἐπιγρ. 2139· πρβλ. Hell. J. 12. σ. 232, 233.