ἐκβλύζω
From LSJ
Γέλως ἄκαιρος κλαυθμάτων παραίτιος → Grave est malum homini risus haud in tempus → Zur falschen Zeit gelacht, hat Tränen schon gebracht
English (LSJ)
A gush out, Orph.L.490 ; οἴνῳ LXXPr.3.10. II trans., cause to gush out, ἄμπελος ἐκβλύσει τὸν οἶνον Orph.Fr.255 ; νεκρὸς ὑγρῶν πλῆθος ἐξέβλυσεν Plu.TG13.
German (Pape)
[Seite 754] ausquellen, ausfließen, Orph. lith. 484 u. a. Sp. Bei Eust. auch transit.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκβλύζω: ἐκρέω, Ὀρφ. Λιθ. 484, Πλουτ. Τ. Γράκχ. 13. ΙΙ. ἐκχέω, ὁπόσον ἱδρῶτα... ἐκβλύζει τῶν σαρκῶν ὁ γεωπονῶν Εὐστ. Πονημ. 150. 8., 22. 41.