ὑπακοή

From LSJ
Revision as of 11:08, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_9)

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπᾰκοή Medium diacritics: ὑπακοή Low diacritics: υπακοή Capitals: ΥΠΑΚΟΗ
Transliteration A: hypakoḗ Transliteration B: hypakoē Transliteration C: ypakoi Beta Code: u(pakoh/

English (LSJ)

ἡ, (ὑπακούω)

   A obedience, Ep.Rom.5.19, PMasp.159.24 (vi A.D.); answer to prayer, LXX 2 Ki.22.36.

German (Pape)

[Seite 1181] ἡ, Gehorsam, N. T.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπᾰκοή: ἡ, (ὑπακούω) Ἐπιστ. πρ. Ρωμ. ε΄, 19, Ἐκκλ. 2) ἐπῳδὸς ἢ χορός, Μεθόδ. 208C, Ἀθαν. ΙΙΙ, 37Β, Χρυσ. V, 131Β. 3) Ἐν τῇ Λειτουργικῇ ὑπακοὴ κανόνος εἶναι τροπάριον ἀναγινωσκόμενον ἢ ᾀδόμενον ἐν τῷ τέλει τῆς τρίτης ᾠδῆς τοῦ κανόνος, [ὡς φαίνεται ἀρχικῶς ἡ ὑπακοὴ ἐλέγετο ἢ ἐψάλλετο ἐν τῷ ναῷ ὑπὸ τοῦ λαοῦ καὶ οὐχὶ ὑπὸ ἀναγνώστου ἢ τοῦ ψάλτου].