ἰξός

From LSJ
Revision as of 10:38, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_15)

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰξός Medium diacritics: ἰξός Low diacritics: ιξός Capitals: ΙΞΟΣ
Transliteration A: ixós Transliteration B: ixos Transliteration C: iksos Beta Code: i)co/s

English (LSJ)

ὁ,

   A oak-mistletoe, Hozanthus europaeus, Arist.GA715b30, Dsc. 3.89.    2 mistletoe-berry, Thphr.CP2.17.8.    II birdlime prepared from the mistletoe-berry, E.Cyc.433; θηρευτὴς ἰ. AP5.99.    b oak-gum, used for the same purpose, Ath.10.451d, cf. Plu.Cor.3, Philox. ap. Gal.13.742.    c any sticky substance, Hp.Mul.1.74, IG 12.314.42 (ἱ-), 22.1673.63.    2 metaph., ἰ. ὀμμάτων of one who causes the eyes to be fixed upon him, Tim.Com.2; ἐκφυγὼν τὸν ἰ. τὸν ἐν πράγματι Luc.Hist.Conscr.57; καθάπερ ἰξῷ τινι προσέχεται τοῖς τοιούτοις ἡ ψυχή Id.Cat.14.    b skinflint, miser, Ar.Fr.718. (Prob. ϝιξός, cf. Lat. viscum, viscus.)

German (Pape)

[Seite 1255] ὁ (vielleicht mit ἴσχω verwandt, das Festhaltende, od. mit κισσός), die Mistel, eine Schmarotzerpflanze, auch die Beeren derselben u. der daraus bereitete Vogelleim; ὥςπερ πρὸς ἰξῷ τῇ κύλικι λελημμένος Eur. Cycl. 432; θήρας ὄργανον φέρουσα τὸν ἰξόν Plut. Coriol. 3. – Uebertr., ein schmutzig geiziger Mensch, gleichsam klebrig, B. A. 43, mit einem frg. des Ar. belegt, vgl. Lob. zu Phryn. p. 399.

Greek (Liddell-Scott)

ἰξός: ὁ, Λατ. viscum, παρασιτικόν τι φυτὸν φυόμενον κυρίως ἐπὶ τῆς δρυὸς καὶ ἔχον φύλλα ὅμοια πρὸς τὰ τῆς πύξου, φύεται δὲ καὶ ἐπὶ ἄλλων δένδρων, ὡς τῆς μηλέας καὶ τῆς ἀπίου· εὑρίσκεται δὲ καὶ πρὸς τὰς ῥίζας θάμνων τινῶν, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 1. 1, 11, Διοσκ. 3. 93 (103). ΙΙ. ὁ καρπὸς αὐτοῦ, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 17, 8. ΙΙΙ. ἡ κόλλα ἢ κολλητικὴ ὕλη ἡ ἐκ τοῦ καρποῦ παρασκευαζόμενη, Λατ. viscum, Εὐρ. Κύκλ. 433, Πλουτ. Κορ. 3· «Ἴων δ’ ἐν Φοίνικι ἢ Καινεῖ δρυὸς ἱδρῶτα εἴρηκε τὸν ἰξὸν» Ἀθήν. 451D: ― πᾶσα κολλώδης οὐσία, Ἱππ. 621. 13. 2) μεταφ. ἰξὸς ὀμμάτων, ὁ ἑλκύων τὴν ἀτενῆ προσοχὴν τῶν ὀφθαλμῶν τῶν ἄλλων, Τιμόθ. ἐν Ἀδήλ. 1· ἐκφυγὼν τὸν ἐν πράγματι Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 57· καθάπερ ἰξῷ τινι προσέχεται τοῖς τοιούτοις ἡ ψυχὴ ὁ αὐτ. ἐν Κατάπλ. 14. β) ὡς τὸ γλίσχρος, φειδωλός, φιλάργυρος, «σφιχτός», Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 620· ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύν. 399. (Κατ’ ἀρχὰς φαίνεται ὅτι ἦτο ϝιξός, πρβλ. Λατ. viscum, viscus.