μύλλος

From LSJ
Revision as of 10:31, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_14)

εὖγε, εὖγε, ὦ κύνες, ἕπεσθε → good, good, hounds; after her, hounds

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μύλλος Medium diacritics: μύλλος Low diacritics: μύλλος Capitals: ΜΥΛΛΟΣ
Transliteration A: mýllos Transliteration B: myllos Transliteration C: myllos Beta Code: mu/llos

English (LSJ)

ὁ, an edible sea-fish, prob.

   A Sciaena umbra, Ar.Fr.414, Ephipp.12.4; brought salted from the Black Sea, Gal.6.729,747; a similar fish found in the Danube, Ael.NA14.23; cf. μύλος 11, πλατίστακος.

German (Pape)

[Seite 217] ὁ, ein Meerfisch, mullus, der eingesalzen vom schwarzen Meere kam, sich auch in der Donau fand, Ath. III, 118 b XIV, 647 a Ael. H. A. 24, 23; bei Opp. Hal. 1, 130 μύλος. τό, dasselbe, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

μύλλος: ὁ, ἐδώδιμος ἰχθὺς θαλάσσιος διάφορος τοῦ Λατ. mullus, κοινῶς μυλοκόπι, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 365, Ἔφιππος ἐν «Κύδωνι» 1. 4· ἐκομίζετο παστὸς ἐκ τοῦ Εὐξείνου πόντου, Γαλην. περὶ τροφῶν δυνάμ. 3, ἴδε Ξεν. κ. Γαλην. περὶ τῆς ἀπὸ τῶν Ἐνύδρ. τροφ. σ. 36, 42, 43, 57, 167, 201, ἔκδ. Κοραῆ, ἀλλ’ εὑρίσκετο καὶ ἐν τῷ Δουνάβει, Αἰλ. π. Ζ. 14. 23· μύλος [ῠ] ἐν Ὀππ. Ἁλ. 1. 130· ὅτε δὲ ἦτο μέγας, λέγεται ὅτι ἐκαλεῖτο πλατίστακος, πρβλ. Δωρίωνα παρ’ Ἀθην. 118C, D.