ἀποπάτημα
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
English (LSJ)
ατος, τό,
A dung, ἀλώπεκος Eup.284, cf. Ael. NA3.26.
German (Pape)
[Seite 318] τό, Stuhlgang, Eupol. B. A. 433; Ael. N. A. 3, 26.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποπάτημα: τό, κόπρος, ἀποπάτημ’ ἀλώπεκος Εὔπολ. ἐν «Χρυσῷ γένει» 15˙ πρβλ. ἀποτράγημα.