ἀπροσδιόνυσος
From LSJ
τά γε μὰν λίνα πάντα λελοίπει ἐκ Μοιρᾶν → but all the thread granted him by the Fates had run out
English (LSJ)
ον,
A unconnected with the worship of Dionysus, Plu.2.671f. II not to the point, mal ὰ propos, proverbial like οὐδὲν πρὸς Διόνυσον, Cic.Att. 16.13a.1, Plu.2.612e, Luc.Bacch.6.
German (Pape)
[Seite 339] sich nicht zum Dionysus, zur Bacchusfeier passend, übh. unpassend, unschicklich, Plut. Symp. 1 prooem.; Luc. Bacch. 6; man vgl. οὐδὲν πρὸς Διόνυσον, sprichwörtlich, Cic. Att. 16, 13.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπροσδιόνῡσος: -ον, ἀκατάλληλος, ἀσυμβίβαστος πρὸς τὴν ἑορτὴν τοῦ Διονύσου, ἐντεῦθεν, ἔξω τῆς ὑποθέσεως, ἄτοπος, καὶ ἡ παροιμιώδης φράσις οὐδὲν πρὸς Διόνυσον Κικ. πρὸς Ἀττ. 16.12, 1, Πλούτ. 2. 612Ε, Λουκ. Διόνυσος 6.