δᾶ
Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter
English (LSJ)
expld. by the Sch.A.Ag.1072, EM60.8 as Dor. for γᾶ, γῆ, in Trag. (lyr.) φεῦ δᾶ, E.Ph.1296, Ar.Lys.198;
A οἰοῖ δᾶ φεῦ A.Eu.874; ἄλευ' ἆ δᾶ Id.Pr.567; ὀτοτοτοτοῖ ποποῖ δᾶ Id.Ag.1072; οὐ δᾶν no by earth, Theoc.4.17 (v.l. γᾶν):—prob. an exclamation of horror.
German (Pape)
[Seite 513] dor. = γᾶ, γῆ, voc. φεῦ Δᾶ Eur. Phoen. 1304; so sagt die Lacedämonierin bei Ar. Lys. 198; vgl.Aesch. Prom. 568 Eum. 841; οὐ δᾶν, nein bei der Erde, Theocr. 4, 17.
Greek (Liddell-Scott)
δᾶ: ἐρμηνευόμενον ὑπὸ τῶν Σχολ. ὡς Δωρ. ἀντὶ γᾶ, γῆ, ἐν ταῖς φράσεσι φεῦ δᾶ Εὐρ. Φοιν. 1296, Ἀριστοφ. Λυσ. 198· οἰοῑ δᾶ, φεῦ Αἰσχύλ. Εὐμ. 874· ἀλεῦ δᾱ ὁ αὐτ. Πρ. 568· οὐ δᾶν, ὄχι, μὰ τὴν γῆν, Θεόκρ. 4. 17· ἐν τῷ κυρίῳ ὀνόματι Δα-μάτηρ καὶ τῷ οὐδ. δάπεδον.― Ἀλλ’ ὁ Ahrens (π. Δωρ. Δ. 80) πααρτηρεῖ ὅτι ἡ ἐπίκλησις τῆς γῆς ἐν τοῖς μνημονευθεῖσι χωρίοις εἶναι παράδοξος, ὅτι οὐδεὶς Ἑλληνικὸς τύπος Γη-μήτηρ ἀπαντᾷ, ὅτι τὸ δάπεδον ἔχει δᾰ- καὶ δὲν δύναται λοιπὸν νὰ παράγηται ἐκ τοῦ δᾶ· καὶ συμπεραίνει ὅτι ἡ λέξις δᾶ, ἢ μᾶλλον Δᾶ, εἶναι Δωρ. κλητ. τοῦ Δάν = Ζάν (ὃ ἐ. Ζήν, Ζεύς), καὶ ὅτι τὸ Δᾶν παρὰ Θεοκρ.= Ζῆν (ὃ ἐ. Ζῆνα).