πόσθη

From LSJ
Revision as of 09:30, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_9)

Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch

Menander, Monostichoi, 562
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πόσθη Medium diacritics: πόσθη Low diacritics: πόσθη Capitals: ΠΟΣΘΗ
Transliteration A: pósthē Transliteration B: posthē Transliteration C: posthi Beta Code: po/sqh

English (LSJ)

ἡ,

   A membrum virile, Id.Nu.1014.    II foreskin, Dsc.4.153, Ruf.Onom.102, Orib.Fr.84.

German (Pape)

[Seite 687] ἡ, das männliche Glied, Ar. Nubb. 1001 u. sonst.

Greek (Liddell-Scott)

πόσθη: ἡ, (ἴδε πέος) τὸ ἀνδρικὸν αἰδοῖον, Ἀριστοφ. Νεφ. 1014· ἡ ἀκροβυστία, Διοσκ. 4. 157· ― ἐντεῦθεν τὸ ὑποκορ. πόσθιον, τό, Ἀριστοφ. Θεσμ. 254, 515· καὶ πόσθων, ωνος, ὁ, (πόσθη) κυρίως ὁ ἔχων μεγάλην πόσθην, κοινῶς «ψωλαρᾶς», Λουκ. Λεξιφ. 12· κωμικὴ λέξις ἐπὶ μικροῦ παιδίου, Ἀριστοφ. Εἰρ. 1300· οὕτω, ποσθαλίσκος, ὁ, ὁ αὐτ. ἐν Θεσμ. 291· πρβλ. Θετταλίσκος, κωραλίσκος.