δοχή
From LSJ
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
English (LSJ)
ἡ,
A = δοχεῖον, receptacle, E.El.828, Pl. Ti.71c. II reception, entertainment, Macho ap.Ath.8.348f, LXX Ge.21.8, al., PTeb.112.89 (ii B. C.), Ev.Luc.5.29, etc.; = ἄριστον, Hsch. III σημεῖον ἐν θυτικῇ, Id.
German (Pape)
[Seite 663] ἡ, die Aufnahme; – a) Bewirthung, Macho bei Ath. VIII, 348 f; N. T. – b) von Gefäßen im Körper, χολῆς Eur. El. 828; vgl. Plat. Tim. 71 c.
Greek (Liddell-Scott)
δοχή: ἡ, = δοχεῖον, τὸ περιλαμβάνον τι, Εὐρ. Ἠλ. 828, Πλάτ. Τιμ. 71C. ΙΙ. ὑποδοχή, συμπόσιον, Μάχων παρ’ Ἀθην. 348F, Ἑβδ. Κ. Δ.