διαχωρέω
ἐκτέμνεσθαί τινας φιλανθρωπίᾳ → disarm and deceive by kindness
English (LSJ)
A pass through, Pl.Ti.78a, PFlor.200.4(iii A.D.). 2 abscond, PSI4.359.7 (iii B. C.). 3 of food, to be excreted, Hp.Vict. 2.45 (also Pass., ibid.): impers., κάτω διεχώρει αὐτοῖς they suffered from diarrhoea, X.An.4.8.20, cf. Pl.Phdr.268b; of a person, Anon. Lond.Fr.1.1; δ. ἄπεπτα pass food, Arist.PA675a20, cf. Hp.Morb.4.44. 4 of coins, to be current, Luc.Luct.10. 5 metaph., pass muster, obtain credence, Plb.18.43.3. II part asunder, divide, Arr. An.1.1.8; δ. εἰς πλάτος or εἰς βάθος, of a mountain-range, part so as to leave a plain between, ib.2.8.2,7. 2 depart, PSI4.359.7 (iii B. C.), Gal.18(2).40.
German (Pape)
[Seite 614] 1) durchgehen; δι' ὑδατος καὶ γῆς Plat. Tim. 78 a; bes. κάτω διαχωρεῖν, abführen, Phaed. 268 b; τινί, Xen. An. 4, 8, 20, den Durchfall haben; ἄπεπτα Arist. part. an. 3, 14, u. Medic. Uebertr., glücklich von Statten gehen, Pol. 18, 23, 3 u. Sp.; τὸ νόμισμα διαχωρεῖ παρά τινι, die Münze ist im Umlauf, gültig, Luc. luct. 10. – 2) aus einander gehen, sich trennen, Arr. An. 1, 1, 11, öfter.
Greek (Liddell-Scott)
διαχωρέω: διέρχομαι, Πλάτ. Τιμ. 78A. 2) ἐξέρχομαι, διέρχομαι, ἐκκενοῦμαι, οἷον ἐπὶ περιττωμάτων, Ἱππ. 889F· -ἀπροσ., κάτω διεχώρει αὐτοῖς, ὑπέφερον ἐκ διαρροίας, Ξεν. Ἀν. 4. 8, 20, πρβλ. Πλάτ. Φαίδρ. 268B· ἐπὶ προσώπων, ἀποπατῶ, ἀφοδεύω, Διογ. Λ. 8. 19· δ. ἄπεπτα, ἐπὶ διαρροίας μετὰ δυσπεψίας, Ἀριστ. Ζ. Μ. 3. 14, 13. 3) ἐπὶ νομισμάτων, ἰσχύω, «περνῶ», «πηγαίνω», Λουκ. Πένθ. 10. 4) μεταφ., ἀποβαίνω κατ’ εὐχήν, Πολύβ. 8. 23. ΙΙ. ὑπάγω κατὰ μέρος, χωρίζομαι, Ἀρρ. Ἀν. 1. 1, 8· δ. εἰς πλάτος ἢ εἰς βάθος, ἐπὶ ὄρους διαχωριζομένου οὕτως ὥστε νὰ ἀφίνῃ κοιλάδα μεταξύ, αὐτόθι 2. 8.