δνόφος
From LSJ
English (LSJ)
ὁ,
A darkness, dusk, gloom, Simon.37.8: pl., A.Ch.52 (lyr.).—Poet. word, though its collat. form γνόφος (q. v.) occurs in later Prose.
German (Pape)
[Seite 651] ὁ (wie γνόφος u. κνέφας mit νέφος zusammenhängend, vgl. Buttm. Lexil. II, 266), Dunkelheit, Finsterniß; Aesch Ch. 52; Simonid. frg. 50, 8, Schneidew.
Greek (Liddell-Scott)
δνόφος: ὁ, ζόφος, σκότος, «μαυράδα», Σιμων. 44˙ καὶ κατὰ πληθ., Αἰσχύλ. Χο. 52˙ - λέξις ποιητ., ἂν καὶ τὸ ἰσοδύναμον αὐτῇ γνόφος ἀπαντᾷ παρὰ μεταγεν. πεζοῖς, Ἀριστ. π. Κόσμ. 2, 13, Λουκ. Περεγρ. 43, κτλ.