ἐγκαθιδρύω
From LSJ
εἰ ἀποκρυπτόντων τῶν Μήδων τὸν ἥλιον ὑπὸ σκιῇ ἔσοιτο πρὸς αὐτοὺς ἡ μάχη καὶ οὐκ ἐν ἡλίῳ → if the Medes hid the sun, the battle would be to them in the shade and not in the sun
English (LSJ)
[ῡ],
A erect or set up in, ἄγαλμα ἐ. χθονί E.IT978, cf. Ath.11.473b, J.BJ2.13.7:—Pass., Philox.3.5 codd. Ath., Arist. Mu.397b27, Hld.5.13.
German (Pape)
[Seite 703] (s. ἱδρύω), darin aufstellen; ἄγαλμα Ἀθηνῶν χθονί Eur. I. T. 978; von Bildsäulen auch med., Poll. 1, 11; pass., darin seinen Sitz haben, κορυφῇ οὐρανοῦ Arist. mund. 6, u. a. Sp.; vgl. Philoxen. bei Ath. XIV, 643 b.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκαθιδρύω: μέλλ. -ύσω ῡ, ἐγείρω ἢ στήνω, ἱδρύω, ἀνιδρύω, τοποθετῶ, ἄγαλμα ἐγκ. χθονὶ Εὐρ. Ι. Τ. 978: - Παθ., Φιλόξ. ἐν Κωμ. Ἕλλ. 3, σ. 636, Ἀριστ. Κόσμ. 6. 5.