εὐεπίθετος

From LSJ
Revision as of 09:21, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_16)

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐεπίθετος Medium diacritics: εὐεπίθετος Low diacritics: ευεπίθετος Capitals: ΕΥΕΠΙΘΕΤΟΣ
Transliteration A: euepíthetos Transliteration B: euepithetos Transliteration C: evepithetos Beta Code: eu)epi/qetos

English (LSJ)

ον,

   A easy to set upon or attack, τινι Th.6.34, D.C.50.32 (Comp.); τόποι Plb.4.19.12; εὐεπίθετον ἦν . . τοῖς πολεμίοις was easy for them to make an attack, X.An.3.4.20 (but εὐ. τοῖς ἐχθροῖς exposed to assault by... Antip.Stoic.3.255); εὐ. ὁ μεθύων Arist.Pol.1314b34; εὐ. τοῖς . . ἀμφισβητητικοῖς Pl.Plt.306a. Adv. εὐεπιθέτως, ἔχειν to be exposed, Aen.Tact.23.4.

German (Pape)

[Seite 1065] leicht anzugreifen, εὐεπίθετον ἦν ἐνταῦθα τοῖς πολεμίοις Xen. An. 3, 4, 20, wie εὐεπίθετος ἡμῖν εἴη, für uns leicht anzugreifen, Thuc. 6, 34; μάλ' εὐεπ. πρὸς τὰς τῶν πολλῶν δόξας Plat. Polit. 306 a; Sp., wie τόποι Pol. 4, 19, 12; auch adv.

Greek (Liddell-Scott)

εὐεπίθετος: -ον, εὐπρόσβλητος, καθ’ οὗ ἐυκόλως δύναταί τις νὰ ἐπιτεθῇ, εὐεπίθετος ἡμῖν εἴη Θουκ. 6. 34· εὐεπίθετον ἦν ἐνταῦθα τοῖς πολεμίοις, καὶ τότε (τὸ στράτευμα) ἐγένετο εὐπρόσβλητον εἰς τοὺς πολεμίους, Ξεν. Ἀν. 3. 4, 20· εὐ. ὁ μεθύων Ἀριστ. Πολιτικ. 306Α: - Ἐπίρρ., εὐεπιθέτως ἔχειν Αἰνείας Τακτ. 23.