μεθημερινός
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
English (LSJ)
ή, όν, (ἡμέρα)
A by day, φῶς Pl.Ti.45c; φυλακαί X.Lac. 12.2; μ. γάμοι prostitution in open daylight, D.18.129, cf. Ph.1.155; τὸ μεθημερινόν (sc. μέρος) Pl.Sph.220d. 2 of fevers, remittent quotidian, Gal. 17(1).221.
German (Pape)
[Seite 112] ή, όν, was bei Tage geschieht, im Ggstz von νυκτηρινόν, Plat. Soph. 220, l; Sp. wie Plut.; – γάμοι, täglich, Dem. 18, 129; vgl. Lob. zu Phryn. p. 54; Cic. ad Her. 4, 34.
Greek (Liddell-Scott)
μεθημερῐνός: -ή, -όν, (ἡμέρα) ὁ καθ’ (ἢ μεθ’) ἡμέραν, ὁ συμβαίνων ἢ γινόμενος ἐν καιρῷ ἡμέρας, Λατ. diurnus, φῶς Πλάτ. Τίμ. 45C· φυλακαὶ Ξεν. Λακ. 12, 2· μ. γάμοι, πορνικῶς γενόμενοι ἐν καιρῷ τῆς ἡμέρας, Δημ. 270. 10, ἔνθα ἴδε Reisk., πρβλ. Φίλωνα 1. 155· - τὸ μεθημερινόν, ὡς ἐπίρρ. ἐν ἡμέρᾳ, Πλάτ. Σοφ. 220D.