μετεωροσοφιστής

Revision as of 09:33, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_14)

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A astronomical sophist, Ar.Nu.360.

German (Pape)

[Seite 160] ὁ, ein Sophist, der sich mit Beobachtung der Himmels- u. Lufterscheinungen abgiebt, Ar. Nubb. 360.

Greek (Liddell-Scott)

μετεωροσοφιστής: ὁ, ἀστρολόγος σοφιστής, σοφιστὴς περὶ τὰ μετέωρα ἀσχολούμενος, Ἀριστοφ. Νεφ. 360.