ἐπίρρωσις
From LSJ
Ὦ ξεῖν’, ἀγγέλλειν Λακεδαιμονίοις ὅτι τῇδε κείμεθα τοῖς κείνων ῥήμασι πειθόμενοι. → Go tell the Spartans, stranger passing by, that here, obedient to their laws, we lie.
English (LSJ)
εως, ἡ,
A strengthening, Ael.NA6.1; ῥώμης Lib.Decl.48.60. II. Rhet., intensification, Longin.11.2.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίρρωσις: -εως, ἡ, ἐνίσχυσις, Αἰλ. π. Ζ. 6. 1, Λογγῖν. 11. 2. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 64.