κρεμαστός

From LSJ
Revision as of 11:32, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_11)

δειλὴ δ' ἐν πυθμένι φειδώthrift in the lees is worthless

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρεμαστός Medium diacritics: κρεμαστός Low diacritics: κρεμαστός Capitals: ΚΡΕΜΑΣΤΟΣ
Transliteration A: kremastós Transliteration B: kremastos Transliteration C: kremastos Beta Code: kremasto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A hung, suspended, γυνή S.OT1263; κ. αὐχένος hung by the neck, Id.Ant.1221: c. gen., hung from or on a thing, παραστάδος κρεμαστὰ τεύχη E.Andr.1122; κ. ἀρτάνη, i.e. a halter, S.OT1266; βρόχοι κ. E.Hipp.779; σκεύη κ. the rigging of ships, opp. ξύλινα σκ., X.Oec.8.12; τὰκ. ἱστία Hermipp.63.12; κλινίδιον κ. hammock, Plu.Per.27; κ. ποτιστρέα PTeb.527 (ii A. D.); κ. σταφυλή, i. e. dried grapes, Alex.Trall.8.1; οἱ κ. κῆποι hanging gardens, Plu.2.342b; κ. παράδεισος Beros. ap. J.AJ10.11.1; κρεμαστά, τά, fortresses, LXX Jd.6.2.

Greek (Liddell-Scott)

κρεμαστός: -ή, -όν, ὡς καὶ νῦν, «κρεμασμένος», ἀπηγχονισμένος, γυνὴ Σοφ. Ο. Τ. 1263· κρ. αὐχένος ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 1221, μετὰ γεν., κρεμάμενος ἔκ τινος, κρεμαστὰ τεύχη πασσάλων καθαρπάσας Εὐρ. Ἀνδρ. 1122· ― κρ. ἀρτάνη, δηλ. σχοινίον ἀγχόνης, βρόχος, Σοφ. Ο. Τ. 1266· βρόχοι κρ. Εὐρ. Ἱππ. 779· ― σκεύη κρ., ὁ ἐκ σχοινίων καὶ ἱστίων ὁπλισμὸς τοῦ πλοίου, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ ξύλινα κρ., Ξεν. Οἰκ. 8. 12· τὰ κρεμαστὰ ἱστία Ἕρμιππ. ἐν «Φορμοφόροις» 1. 12· κλινίδιον κρ., κρεμαστὴ κλίνη, Πλουτ. Περικλ. 27· οἱ κρ. κῆποι ὁ αὐτ. 2. 342Β.