ὑδάτινος

From LSJ
Revision as of 11:30, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_10)

Ἢ μὴ ποίει τὸ κρυπτὸν ἢ μόνος ποίει → Aut occulendum nil patra, aut solus patra → Tu nichts Verborgnes oder tue es allein

Menander, Monostichoi, 225
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑδᾰτῐνος Medium diacritics: ὑδάτινος Low diacritics: υδάτινος Capitals: ΥΔΑΤΙΝΟΣ
Transliteration A: hydátinos Transliteration B: hydatinos Transliteration C: ydatinos Beta Code: u(da/tinos

English (LSJ)

η, ον,

   A watery, wet, moist, νότοι Thphr.Vent.57 (nisi leg. ὑδατεινός) ; ὑ. νάρκισσος that loves the water, IG14.2508 (Nemausus); τὸ ὑ. σῶμα the body which is water, Plot.2.7.2: τὸ ὑ. an eye-lotion, Gal.17(2).185.    II transparent like water, of thin, gauze-like Milesian garments, καίρωμα Call. Fr.295; ὑ. βράκη Theoc.28.11; [στολή] POxy.265.3 (i A. D.).    III = ὑγρός 11.1, pliant, supple, βραχίονες AP9.567 (Antip.). [ῠδᾰτῐνος: but in dactylic (incl. Asclepiadean) verses ῡ; for ὑδατῑνός see ὑδατεινός.]

German (Pape)

[Seite 1172] auch 2 Endgn, 1) wässerig, von Wasser, mit Wasser gemacht, übh. feucht. – 2) durchsichtig, wie Wasser, von dünnen, florartigen milesischen Kleidern, βράκη, Theocr. 28, 11; Andere erkl. es von der Farbe, meerblau. – 3) wie ὑγρός, biegsam, geschmeidig, gelenkig; βραχίονες, Antp. Th. 32 (IX, 567); vgl. Mehlhorn Anacr. 16, 9 p. 81; νάρκισσος, Ep. ad. 705 (App. 120). – [Bei Dichtern findet sich des Verses wegen υ lang gebraucht; bei Matro Ath. 136 c ist ι lang u. daher vielleicht ὑδατείνους zu schreiben.]

Greek (Liddell-Scott)

ὑδάτῐνος: -η, -ον, ὡσαύτως, ος, ον· (ὕδωρ)· ― ὁ ἐξ ὕδατος, ὑδαρώδης, ὑγρός, πνεῦμα, χώρα Ἱππ. π. Ἀέρ. 283, 289 (ἔνθα ὁ Littré διατηρεῖ τὴν τῶν Ἀντιγράφων γραφὴν ὑδάτεινος)· νότοι Θεοφρ. π. Ἀνέμ. 57 (καὶ διορθωτέον οὕτως ἀντὶ ὑδάτιος, αὐτόθι 7)· νεφέλαι ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 6. 1 καὶ 11· ὑδ. νάρκισσος, ὁ τὸ ὕδωρ ἀγαπῶν, Ἀνθ. Π. παράρτ. 120· ― τὸ ὑδάτινον, ὕδωρ τι πρὸς πλύσιν τῶν ὀφθαλμῶν, Γαλην. τ. 9, σ. 496. ΙΙ. διαφανὴς ὡς τὸ ὕδωρ, ἐπὶ λεπτῶν Μιλησίων ὑφασμάτων ἢ ἐνδυμάτων, καίρωμα Καλλ. Ἀποσπ. 295· ὑδ. βράκη Θεόκρ. 28. 11, ― ἔνθα ἕταιροι λαμβάνουσιν αὐτὸ ὡς σημαῖνον ὑφάσματα ἔχοντα τὸ χρῶμα τῆς θαλάσσης· ἀλλὰ πρβλ. ὑδατόεις ΙΙ. ΙΙΙ. ὡς τὸ ὑγρὸς ΙΙ, εὔκαμπτος, βραχίονες Ἀνθ. Π. 9. 567, πρβλ. Mehlhorn εἰς Ἀνακρ. 16. 9. [ῠδᾰτῐνος· ἀλλ’ ἐν δακτυλικοῖς στίχοις, ῡ· καὶ ὁ Μάτρων παρ’ Ἀθην. 136C ἔχει ῡδατῑνος, ὅπερ εὐνοεῖ τὸν τύπον ὑδάτεινος, ἴδε ἀνωτ.].