ἐξοικοδομέω

From LSJ
Revision as of 11:36, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_15)

Καλὸν τὸ μηδὲν εἰς φίλους ἁμαρτάνειν → Nihil peccare in amicos est pulcherrimum → Gut ist, sich gegen Freunde nicht versündigen

Menander, Monostichoi, 279
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξοικοδομέω Medium diacritics: ἐξοικοδομέω Low diacritics: εξοικοδομέω Capitals: ΕΞΟΙΚΟΔΟΜΕΩ
Transliteration A: exoikodoméō Transliteration B: exoikodomeō Transliteration C: eksoikodomeo Beta Code: e)coikodome/w

English (LSJ)

   A build, Hdt.2.176, 5.62; make a building good, IG 22.463.48: metaph., τέχνην μεγάλην ἐ. Pherecr.94:—Med., Plb.1.48.11:—Pass., ἐξῳκοδόμηταί σοι τὸ τεῖχος is finished, Ar.Av.1124.    2 ἐ. κρημνόν build up a road along it, Plb.3.55.6.    II unbuild, lay open, τὰς πύλας D.S.11.21, cf. Plu.Dio50.

German (Pape)

[Seite 885] ausbauen, fertig erbauen; τεῖχος Ar. Av. 1124; οἰκίας Her. 5, 62; Xen. Oec. 20, 29 u. Sp.; πύλας, die verbau'ten Thore öffnen, niederreißen, D. Sic. 11, 21; τὸ περιτείχισμα Plut. Dion. 50; – τὸν κρημνόν, einen Weg darüber bahnen, Pol. 3, 55, 6, der auch im med. ἐξοικοδομήσασθαι τεῖχος sagt, für sich aufführen, 1, 48, 11.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξοικοδομέω: οἰκοδομῶ ἐντελῶς, τὸ ἐν Μέμφι ἱρὸν Ἄμασίς ἐστι ὁ ἐξοικοδομήσας Ἠροδ. 2. 176., 5. 62, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1124, κλ.· μεταφ., τέχνην μεγάλην ἐξοικοδομήσας Φερεκρ. ἐν «Κραπατάλλοις» 8· ὡσαύτως ἐν τῷ Μέσ. τύπῷ, Πολύβ. 1. 48, 11. 2) ἐξοικοδομεῖν τὸν κρημνόν, οἰκοδομεῖν ὁδὸν παρὰ τὸν κρημνόν, ὁ αὐτὸς 3. 35, 6. ΙΙ. κρημνίζω μέρος ᾠκοδομημένον, ἐκφράσσω, ἀνοίγω, ταύτας (τὰς πύλας) ἐξῳκοδόμησεν, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἀνοικοδομῶ, Διόδ. 11. 21, πρβλ. Πλουτ. Δίωνα 50.