ἐπαγωγός

From LSJ
Revision as of 11:03, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_17)

ἕτερος ἐξ ἑτέρου σοφός τό τε πάλαι τό τε νῦν → one gets his skill from another, now as in days of old

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπαγωγός Medium diacritics: ἐπαγωγός Low diacritics: επαγωγός Capitals: ΕΠΑΓΩΓΟΣ
Transliteration A: epagōgós Transliteration B: epagōgos Transliteration C: epagogos Beta Code: e)pagwgo/s

English (LSJ)

όν,

   A bringing on, μανίας A.Fr.57.5 (anap.); ἡδονῆς Gorg.Hel.10; ὕπνου Pl.Ti.45d; κίνησις ἐ. ὁράσεως Ph.2.359.    II attractive, alluring, τὰ ἐπαγωγότατα λέγειν Hdt.3.53, cf.Th.4.88; ἀκούσαντες . . ἐπαγωγὰ καὶ οὐκ ἀληθῆ, of ex-parte statements, Id.6.8, cf. 5.85; ὀνόματος ἐπαγωγοῦ δυνάμει ἐπισπάσασθαι ib. 111; ἐ. πρός τι X.Oec.13.9; λόγοι ἐ. D.59.70; of dainty dishes, ὄψον . . ἐ. πάνυ Antiph.242: Sup., δελέατα καὶ φίλτρα -ότατα Ph.1.396: c. gen., ἐ. ἡδονῇ τῶν ἀκροωμένων D.H.Isoc.3; τοῦ δήμου Plu.Publ.2; also ἔμφασιν κάλλους ἐπαγωγὸν εἶναι τοῦ ἔρωτος Chrysipp.Stoic.3.181; ἐπαγωγόν ἐστι, c. inf., it is a temptation to... X.Mem.2.5.5; τὸ ἐ. seductiveness, Pl.Phlb.44c: neut. as Adv., ἐπαγωγὸν μειδιᾶν Luc. DMeretr.1.2, 6.3. Adv. -γῶς Poll.4.24: Sup. -ότατα Paus.9.12.5.

German (Pape)

[Seite 894] herbeiführend; μανίας Aesch. frg. 51; ὕπνου Plat. Tim. 45 d; verlockend, verführend, γοήτευμα Phil. 44 c; τὰ ἐπαγωγότατα λέγειν Her. 3, 53; λόγοι Dem. 59, 70; καὶ οὐκ ἀληθῆ Thuc. 6, 8 u. öfter; ἐπαγωγόν ἐστιν, c. int., es ist einladend, Xen. Mem. 2, 55; von Speisen, Antiphan. bei Ath. I, 28 f; μειδιᾶν ἡδὺ καὶ ἐπαγωγόν Luc. D. Her. 6, öfter, wie a. Sp.; πρός τι, Xen. Oec. 13, 9; εἴς τι, Paus. 9, 12, 4; Ἰσοκράτης ἐπ. τῶν ἀκροωμένων D. Hal. de Isocr. 3.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπαγωγός: -όν, ὁ ἐπιφέρων, μανίας Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 55· ὕπνου Πλάτ. Τίμ. 45D. ΙΙ. ὡς τὸ ἐφολκός, ἑλκυστικός, θελκτικός, καταθέλγων, ἐξαπατῶν, τὰ ἐπαγωγότατα λέγειν Ἡρόδ. 3. 53. πρβλ. Θουκ. 4. 88· ἀκούσαντες... ἐπαγωγὰ καὶ οὐκ ἀληθῆ Θουκ. 6. 8, πρβλ. 5. 85· τὸ αἰσχρὸν καλούμενον ὀνόματος ἐπαγωγοῦ δυνάμει ἐπεσπάσαντο αὐτόθι 111· ἐπ. πρός τι Ξεν. Οἰκ. 13, 9· ― οὕτως, ἐπὶ ὀρεκτικῶν φαγητῶν, ὄψον..., ἐπ. πάνυ Ἀντιφάν. ἐν Ἀδήλ. 28: ― μετὰ γεν., ἐπ. τινὸς Διον. Ἁλ. π. Ἰσοκρ. 2· τοῦ δήμου Πλουτ. Ποπλ. 2: ― ἐπαγωγόν ἐστι, μετ’ ἀπαρ., πρόσφορον, συμφέρον, Ξεν. Ἀπομν. 2. 5. 5· τὸ ἐπ., τὸ ἀπατηλόν, Πλάτ. Φίλ. 44C· ὡς Ἐπίρρ. ἐπαγωγόν, θελκτικῶς, μειδιᾷ πάνυ ἐπαγωγὸν Λουκ. Ἑταιρ. Διάλ. 1, 2. 6. 3, καὶ ἐπαγωγῶς Πολυδ. Δ΄, 24.