θριπήδεστος
Γλώσσης μάλιστα πανταχοῦ πειρῶ κρατεῖν → Linguae modum tenere praecipuum puta → Zumeist die Zunge such' zu zügeln überall | Zumeist bezäme deine Zunge überall
English (LSJ)
ον, (θρίψ, ἐδήδεσμαι)
A worm-eaten, ῥίζαι Thphr.HP 9.14.3, cf. IG22.1628.163, al., 1672.306; κεραῖαι θριπήδεσται ib.1628.205, but -οι 1629.328. 2 σφραγίδια θ. seals made of worm-eaten wood, Ar.Th.427, cf. Sch. 3 metaph.,= διεφθαρμένη, Hyp.Fr. 82. (Freq. corrupted to -έστατος, as in Ar.Th.l.c. (ap. Suid.), Hyp. l.c. (v.l.), Luc.Lex.13 (v.l.), cf. Paus.Gr.Fr.205, but a Sup. is never necessary exc. in Thphr.HP3.8.5 (v. θριπώδης).)
German (Pape)
[Seite 1219] wurmstichig; Theophr.; φυτά Ael. H. A. 16, 14; σφραγίδια Ar. Th. 427, σφραγῖδες Luc. Lexiph. 13, wurmstichiges Holz als Siegelring gebraucht, nach Schol. Ar. ξύλα ὑπὸ θριπῶν βεβρωμένα, οἷς ἐσφράγιζον, so auch Hesych., oder nach Lessing: mit so seinem Stich, als hätte sie der Wurm zernagt; Harpocr. aus Hyperid. führt Ἑλλάδα θριπήδεστον an, für διεφθαρμένην. Die Lesart θριπηδέστατος scheint falsch, s. aber Pausan. bei Eust. 1403, 38 u. vgl. θριπώδης.
Greek (Liddell-Scott)
θρῑπήδεστος: -ον, (θρίψ, ἐδήδεσμαι) σκωληκόβροτος, ξύλον, ῥίζα Θεόφρ. (ἴδε κατωτ.)· κῶπαι ἢ κεραῖαι θριπήδεστοι Ἐπιγρ. ἐν Böckh’s Seewesen σελ. 441, 447, 471 καὶ μετὰ θηλ. καταλήξ. κλιμακίδες ἢ κεραῖαι θριπήδεσται 431, 432. ΙΙ. τὰ σφραγίδια θριπήδεστα ἐν Ἀριστοφ. Θεσμ. 427, ἦσαν πιθ. κατὰ πρῶτον τεμάχια σκωληκοβρότου ξύλου χρησιμεύοντα ὡς σφραγῖδες, καὶ ἔπειτα σφραγῖδες κεχαραγμέναι κατὰ μίμησιν αὐτῶν, Müller Archäol. d. Kunst § 97. 2. - Οἱ ἀντιγραφεῖς πολλάκις ἔγραψαν αὐτὸ ἐσφαλμ. ὡς ὑπερθ. θριπηδέστατος, οἷον ἐν Λουκ. Λεξιφ. 13, κτλ.· ἀλλ’ ἐν Θεοφρ. Ι. Φ. 3. 8, 5 (ἔνθα κοινῶς θριπωδέστατον) τὸ ὑπερθ. εἶναι ἀναγκαῖον καὶ ἀναγνωρίζει αὐτὸ ὁ Παυσ. παρ’ Εὐστ. 1403. 88.