καταθήγω
From LSJ
αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man
English (LSJ)
A sharpen, whet, ἐν βύβλοισι καταθήξετ' ὀδόντα (sc. μύες) AP6.303 (Aristo); = παροξύνω, Hsch.: Dor. aor. inf. κατθᾶξαι, = παρακονῆσαι, μεθύσαι, Id.
German (Pape)
[Seite 1349] verstärktes simplex, εἰ δ' ἐν ἐμαῖς βίβλοισι πάλιν καταθήξετ' ὀδόντα Arist. 2 (VI, 303), von den Mäusen.
Greek (Liddell-Scott)
καταθήγω: ὀξύνω, ἀκονῶ, Ἀνθ. Π. 6. 303· μεταφ., «καταθῆξαι· παροξῦναι» Ἡσύχ.