χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill
Full diacritics: κατόψομαι | Medium diacritics: κατόψομαι | Low diacritics: κατόψομαι | Capitals: ΚΑΤΟΨΟΜΑΙ |
Transliteration A: katópsomai | Transliteration B: katopsomai | Transliteration C: katopsomai | Beta Code: kato/yomai |
fut. of καθοράω (q. v.).
κατόψομαι: μέλλ. τοῦ καθοράω, (ἀόρ. κατεῖδον), Ἀριστ. Τοπ. 1. 2, 2.