κολλητός
Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.
English (LSJ)
ή, όν,
A glued together, closely joined, θύραι, σανίδες, Od. 23.194, 21.164; ἅρμα, δίφρος, ξυστόν, Il.4.366, 19.395, 15.678; ὄχοι E.Hipp.1225; ὕδασι καὶ γῇ κ. Pl.Plt.279e; ὑποκρητηρίδιον with figures welded on, Hdt.1.25, cf. Paus.10.16.1.
German (Pape)
[Seite 1473] zusammengeleimt, -gekittet, fest verbunden; σανίδες Od. 21, 164; θύραι 23, 194; ἅρματα, δίφρος, Il. 4, 368. 19, 395, wie ὄχος Eur. Hipp. 1225; ξυστον κολλητὸν βλήτροισι Il. 15, 677. – Vgl. κολλήεις. – Ὑποκρητηρίδιον κολλητὸν σιδήρεον, ein Untersatz, auf welchem Metallverzierungen aufgelöthet sind, vielleicht damascirt, Her. 1, 25; τὰ μὲν ὕδατι καὶ γῇ κολλητά Plat. Polit. 279 e.
Greek (Liddell-Scott)
κολλητός: -ή, -όν, (κολλάω) συγκεκολλημένος, καλῶς κατεσκευασμένος, ὡς τὸ εὐποίητος, εὔπηκτος, παρ’ Ὁμ. ὡς ἐπίθ. τῶν θυρῶν, σανίδων, Ὀδ. Ψ. 194., Φ. 164· τοῦ ἅρματος, δίφρου, ξυστοῦ, Ἰλ. Δ. 366, κτλ.· οὕτω, κ. ὄχοι Εὐρ. Ἱππ. 1225· ὕδασι καὶ γῇ κ. Πλάτ. Πολιτ. 279Ε· ― παρ’ Ἡροδ. 1. 25, ὑποκρητηρίδιον κολλητόν, εἶναι ἢ ὑποστήριγμα κεκοσμημένον μὲ διαφόρους παραστάσεις ἐγκολλήτους ἢ (ἴσως) ὑποστήριγμα συγκεκολλημένον μετὰ τοῦ κρατῆρος, ἴδε Ἡγήσανδ. παρ’ Ἀθην. 210Β, Παυσ. 10. 16, 1, καὶ πρβλ. κόλλησις.