κόλλησις
English (LSJ)
-εως, ἡ, (κολλάω)
A gluing, Hp.Art.39, Gal.18(1).456, Thphr. HP 5.7.4; soldering, κ. σιδήρου Hdt.1.25, Plu.2.156b; κ. χρυσίου Thphr. Lap.26; σωλήνων POxy.915 (vi A.D.).
II generally, fixing tight, close fastening, Hp.Art.33; of the cupping-glass, Arist.Rh. 1405b3.
b closing up of wounds, Heliod. ap. Orib.45.6.2, Gal.11.440, 12.102.
c binding material, ἡ πρὸς ἄλληλα κ. ἰχώρ ἐστι καὶ ὑγρότης μυξώδης Arist.Spir.485a1.
2 Rhet., union of a verse quotation with prose, Hermog.Meth.30.
3 metaph., close friendship, Eun.Hist.p.267 D.
4 Astron., apparent contact of planet with fixed star, Ptol.Alm.8.4 (pl.); of two planets on the same meridian, Vett. Val.115.17.
German (Pape)
[Seite 1473] ἡ, das Anleimen, Festverbinden; auch vom Metall, Anlöthen, σιδήρου Her. 1, 25; Paus. 10, 6, wo man es für Damasciren erkl. will; vgl. Plut. κόλλησιν σιδήρου καὶ στόμωσιν πελέκεως, Conv. sept. sap. 13; Arist. rhet. 3, 2 u. A. – Bei den Rhetoren eine Figur, Rhett. III, 436 VII, 1320. – Später auch übertr., die Eintracht.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 action de tremper, ou p.-ê. de damasquiner le fer;
2 action d'appliquer des ventouses.
Étymologie: κολλάω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κόλλησις -εως, ἡ [κολλάω] het vastplakken (van verband); het solderen:. σιδήρου κόλλησις solderen van ijzer Hdt. 1.25.2. geneesk. het zetten van een laatkop (op de huid).
Russian (Dvoretsky)
κόλλησις: εως ἡ
1 покрывание насечками, инкрустирование (σιδήρου Her., Plut.);
2 постановка медицинских банок Arst.;
3 рит. вставка стихотворной цитаты (в текст).
Greek Monotonic
κόλλησις: -εως, ἡ (κολλάω), συγκόλληση, συναρμολόγηση, κ. σιδήρου, συγκόλληση σιδήρου, Λατ. ferruminatio, ή πιθ. η τέχνη διακόσμησης μεταλλικών επιφανειών και δη σιδηρικών, σε Ηρόδ., Θεόφρ.
Greek (Liddell-Scott)
κόλλησις: -εως, ἡ, (κολλάω) συγκόλλησις, συναρμογή, κ. σιδήρου, συγκόλλησις σιδήρου διὰ σφυρηλασίας. Λατ. ferruminatio, Ἡρόδ. 1. 25, πρβλ. Πλούτ. 2. 156Β· ἀλλ’ ἐπειδὴ ἡ ἐργασία αὕτη φαίνεται πολλῷ ἁπλουστέρα ἢ ὥστε νὰ θεωρηθῇ ὡς νέα ἐφεύρεσις (ὁ Ἡρόδ. ἀποδίδει αὐτὴν εἰς τὸν ἐκ Χίου Γλαῦκον), ἴσως δύναται νὰ σημαίνῃ τὴν τέχνην τοῦ διαποικίλλειν, τὴν δι’ ἀνθεμίων κόσμησιν τοῦ σιδήρου, πρβλ. κολλάω Ι. 2, κολλητός, Müller Archäol. d. Kunst. § 61· ὡσαύτως, κ. χρυσίου Θεοφρ. π. Λίθ. 26. ΙΙ. καθόλου, στενὴ σύνδεσις, σύσφιγξις, συναρμογή, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 804· ἐπὶ τῆς σικύας («βεντούζας»), Ἀριστ. Ρητ. (ἴδε κολλάω ΙΙ). 2) ὡς σχῆμα Ρητορ., ἡ συνένωσις ποιητικοῦ τινος ῥητοῦ μετὰ πεζοῦ λόγου, Ρήτορες (Walz) 3. 436, 7. 1320 3) μεταφ. φιλία, Βυζ.
Middle Liddell
κόλλησις, εως κολλάω
a glueing or welding, κ. σιδήρου a welding of iron, Lat. ferruminatio, or perhaps the art of inlaying or damasking iron, Hdt., Theophr.