κλητικός
From LSJ
πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body
English (LSJ)
ή, όν,
A ofor for invitation, Men.Rh.p.424 S.; σχῆμα Hermog.Inv.4.3. 2 invocatory, ὕμνοι Men.Rh.p.333 S.; τύπος Id.p.334 S. 3 Gramm., vocative, ἡ -κή (sc. πτῶσις) D.T.636.7, A.D.Pron.6.9, al.; σύνταξις Id.Synt.46.8; τὸ κ. ὦ Hdn.Gr.1.473.
German (Pape)
[Seite 1452] zum Rufen, zum Namen gehörig; ἡ κλητική, sc. πτῶσις, casus vocativus, Gramm.
Greek (Liddell-Scott)
κλητικός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς πρόσκλησιν, (Walz) Ρήτορ. 9. 298. 2) ἐπίκλησιν περιέχων, κλ. ὕμνοι αὐτόθι 132. 3) ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὸ καλεῖν ἢ ἐπικαλεῖσθαί τινα, ἡ κλητική (δηλ. πτῶσις), Λατ. casus vocativus, Ἀπολλ. π. Συντάξ. σ. 216.