κόρυζα
Οὐκ ἔστιν οὐδὲν κτῆμα κάλλιον φίλου → Nulla est amico pulchrior possessio → Als einen Freund gibt's keinen schöneren Besitz
English (LSJ)
ης, ἡ,
A mucous discharge from the nostrils, rheum, Ruf. Onom.33, Gal.5.253; κορύζης τὴν ῥῖνα μεστός Luc.DMort.6.2; also, running at the nose, Gal.7.107; in this sense in pl., Hp.Prog.14, Gal. 10.513; inflammatory nasal catarrh, Hp.VM18, Gal.10.513, 18(2).180. II metaph., drivelling, stupidity, Luc.DMort.20.4, Hist. Conscr.31, Alex.20; κορύζης καὶ λέμφου ἔμπλεως Lib.Decl.33.29.
German (Pape)
[Seite 1488] ἡ, Etkältung u. daraus entstandene Krankheit, die sich am Kopf (κόῤῥη, κορυς) zu zeigen pflegt, Schnupfen, Katarrh, Hippocr. u. a. Medic.; auch die Unreinigkeit der Nase, der Rotz, κορύζης μὲν τὴν ῥῖνα, λήμης δὲ τοὺς ὀφθαλμοὺς μεστὸν ὄντα Luc. D. Mort. 6, 2. – Weil dadurch die Geruchs- u. Gehörwerlzeuge abgestumpft werden, Stumpfsinn übh., Dummheit, wie pituita, λήρου πολλοῦ καὶ κορύζης συγγραφικῆς γἐμουσα Luc. hist. conscr. 31, vgl. Alex. 20; a. Sp. S. Ruhnk. zn Tim. p. 165.
Greek (Liddell-Scott)
κόρυζα: -ης, -ἡ, καταρροὴ τῆς ῥινός, «μύξα», λατ. pituita, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 15, κ. ἀλλ.· κορύζης τὴν ῥῖνα μεστὸς Λουκ. Νεκρικ. Διάλογ. 6, 2· πρβλ. κατάρρος. ΙΙ. μεταφ., μωρία, βλακεία, ὡς τὸ λατ. pituita, Λουκ. Νεκρικ. Διάλογ. 20. 4, πῶς δεῖ Ἱστ. συγγρ. 31, Ἀλέξ. 20, κ. ἀλλ., πρβλ. Casaub Pers. 2. 57· ἴδε βλέννα, βλέννος.