Λακεδαίμων

From LSJ
Revision as of 11:40, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_19)

Ὁ μὴ γαμῶν ἄνθρωπος οὐκ ἔχει κακά → Multis malis caret ille, qui uxorem haud habet → Der Mann, der ledig bleibt, kennt keinen Leidensdruck

Menander, Monostichoi, 437
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Λᾰκεδαίμων Medium diacritics: Λακεδαίμων Low diacritics: Λακεδαίμων Capitals: ΛΑΚΕΔΑΙΜΩΝ
Transliteration A: Lakedaímōn Transliteration B: Lakedaimōn Transliteration C: Lakedaimon Beta Code: *lakedai/mwn

English (LSJ)

ονος, ἡ, voc. -ον v.l. in Pi.P.10.1:—Lacedaemon, the capital of Laconia, Od.13.414, etc.; also, Laconia itself, Il.2.581, Hdt.1.67, etc.: also as Adj.,

   A Διὸς Λακεδαίμονος Id.6.56; Λ. γῆς E.Hel.474:—but regul. Adj. Λακεδαιμόνιος, α, ον, of persons, Hdt.7.228, etc., Λακωνικός being commonly used of things; but Λακεδαιμόνιοι ἀστέρες Call.Lav.Pall.24.

Greek (Liddell-Scott)

Λᾰκεδαίμων: -ονος, ἡ, κλητ. ον, Πινδ. Π. 10. 1· ― ἡ πρωτεύουσα τῆς Λακωνίας· ὡσαύτως αὐτὴ ἡ Λακωνία, Ὅμ., Ἡρόδ., κτλ., πρβλ. Müller Dor. 1. 4, 93· - ὡσαύτως ὡς ἐπίθ., Διὸς Λακεδαίμονος Ἡρόδ. 6. 56· Λακ. γῆς Εὐρ. Ἠλ. 474· ἀλλ. ὁμαλ. ἐπίθ. Λακεδαιμόνιος, α, ον, ἐπὶ προσώπων, Ἡρόδ., κτλ.· Λακωνικός, κεῖται κοινῶς ἐπὶ πραγμάτων· ἀλλὰ Λακεδαιμόνιοι ἀστέρες Καλλ. Λουτρ. Παλλάδ. 24. (Ἀναφέρεται ὑπὸ τοῦ Κουρτ. εἰς τὸ *λάξ, λακός, ὅπερ ὁ Ἡσύχ. ἀναφέρει ὡς = φάραγξ· εἰ οὕτως ἔχει, τότε αὐτὴ ἡ λέξις περιέχει τὴν ἔννοιαν τοῦ ἐπιθέτου, κητώεις, ὃ ἴδε.)