λεκτός

From LSJ
Revision as of 11:15, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_10)

Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'

Menander, Monostichoi, 455
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεκτός Medium diacritics: λεκτός Low diacritics: λεκτός Capitals: ΛΕΚΤΟΣ
Transliteration A: lektós Transliteration B: lektos Transliteration C: lektos Beta Code: lekto/s

English (LSJ)

ή, όν, (λέγω B)

   A gathered, chosen, picked out, of stones, λ. έκ γαίης λάους Hes.Fr.115.3; στόλος A.Pers.795; ᾐθέων λεκτοί S.OT 19, etc.    II capable of being spoken, to be spoken, ἔστ' ἐκείνῳ πάντα λεκτά Id.Ph.633; κακὸν οὐ τλητὸν οὐδὲ λεκτόν E.Hipp.875; οὔτε λ. οὔτε πιστόν Ar.Av.423 (lyr.): λεκτόν, τό, an expression (opp. mere φωνή), A.D.Adv.136.32; a word (with a meaning), Id.Pron.59.1, al.; τὰ λ. predications, Cleanth.Stoic.1.109; but later, expressions, phrases (including statements, questions, commands, wishes, etc.), Stoic.2.58, 61, al.; coupled with προτάσεις and ἀξιώματα, Plot.5.5.1.

German (Pape)

[Seite 27] 1) gesammelt, auserlesen; στρατός Soph. O. R. 19; Hes. frg. 11; ἀλλ' εὐσταλῆ καὶ λεκτὸν ἀροῦμεν στόλον Aesch. Pers. 781; Eur. Suppl. 356 u. sp. D. – 2) sagbar, zu sagen; ἔστ' ἐκείνῳ πάντα λεκτά, er darf Alles sagen, Soph. Phil. 638; Ar. Av. 422; Plut. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

λεκτός: -ή, -όν, (λέγω Β) συνειλεγμένος, ἐκλεκτός, «διαλεκτός», Ἡσ. Ἀποσπ. 35. 3, Αἰσχύλ. Πέρσ. 795, Σοφ. Ο. Τ. 19, κτλ. ΙΙ. (λέγω Γ) ὃν δύναταί τις νὰ εἴπῃ, ἔστ’ ἐκείνῳ πάντα λεκτὰ ὁ αὐτ. ἐν Φιλ. 633· κακὸν οὐ λεκτὸν Εὐρ. Ἱππ. 875· οὔτε λεκτ. οὔτε λεκτ. οὔτε πιστὸν Ἀριστοφ. Ὄρν. 422· τὰ λεκτά, πράγματα ἔχοντα μόνον κατ’ ὄνομα ὕπαρξιν, ὡς ὁ χρόνος καὶ ὁ χῶρος, ἀφῃρημένα πράγματα, Στωϊκὸς ὅρος παρὰ Πλουτ. 2. 1116Β, Διογ. Λ. 7. 43 καὶ 63.