λιθοβόλος

From LSJ
Revision as of 09:44, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_15)

ἠργάζετο τῷ σώματι μισθαρνοῦσα τοῖς βουλομένοις αὐτῇ πλησιάζειν → she lived as a prostitute letting out her person for hire to those who wished to enjoy her, she worked with her body by hiring herself out to anyone who wanted to have sex with her

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐθοβόλος Medium diacritics: λιθοβόλος Low diacritics: λιθοβόλος Capitals: ΛΙΘΟΒΟΛΟΣ
Transliteration A: lithobólos Transliteration B: lithobolos Transliteration C: lithovolos Beta Code: liqobo/los

English (LSJ)

ον, (parox.)

   A throwing stones, pelting with stones: -βόλοι, οἱ, stone-throwers, distd. from σφενδονῆται, Th.6.69, cf. J.BJ3.7.18; γυμνῆτες λ. καὶ ἀκοντισταί Pl.Criti.119b: sg., as winner of a contest, SIG1061.6, 19 (Samos, ii B.C.).    2 -βόλος, ὁ, engine for hurling stones, Plb.8.5.2, Moschio ap.Ath.5.208c, Ath. Mech.18.6; distd. from καταπέλτης, D.S.20.48; also -βόλον, τό, LXX 1 Ma.6.51, J.BJ5.6.3; in full, λ. μηχαναί ib.4.9.12.    II proparox. λιθόβολος, ον, Pass., struck with stones, stoned, E.Ph.1063 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 44] mit Steinen werfend, schleudernd; γυμνῆτες, Plat. Critia. 119 b; Sp., bes. μηχανή, auch τὸ λιθοβόλον, eine Wurfmaschine, Steine zu schleudern, Ios. u. Mathem. vett.; vgl. D. Sic. 20, 48, καταπέλται ὀξυβελεῖς καὶ λιθοβόλοι. – Aber λιθόβολος ist = mit Steinen geworfen, gesteinigt, λιθόβολον αἷμα δράκοντος Eur. Phoen. 1069, das Blut des mit Steinen getödteten Drachen.

Greek (Liddell-Scott)

λῐθοβόλος: -ον, (βάλλω) ῥίπτων λίθους˙ λιθοβόλοι, οἱ, οἱ ῥίπτοντες λίθους, διακρινόμενοι ἀπὸ τῶν σφενδονητῶν, Θουκ. 6. 69, ἔνθα ἴδε Ἑρμηνευτ. καὶ πρβλ. Ξεv. Ἀν. 5. 2, 14· γυμνῆτες λιθ. καὶ ἀκοντισταὶ Πλάτ. Κριτί. 119Β. 2) λιθοβόλος, ὁ, μηχανὴ πρὸς ἐξακόντισιν λίθων, Πολύβ. 8. 7. 2, Μοσχίων παρ’ Ἀθην. 208C˙ διαφέρουσα τοῦ καταπέλτου, Διόδ. 20. 48˙ ὡσαύτως λιθοβόλον, τό, Ἑβδ. (Α΄ Μακκ. ϛ΄, 51), Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 5. 6, 3. ΙΙ. προπαροξυτ., λιβόβολος, ον, Παθ., ὁ βληθεὶς διὰ λίθων, Εὐρ. Φοίν. 1069.