μηχανικός

From LSJ
Revision as of 10:59, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_10)

ἐνίοις τὸ σιγᾶν κρεῖττόν ἐστι τοῦ λαλεῖν → for some people silence is better than words (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μηχᾰνικός Medium diacritics: μηχανικός Low diacritics: μηχανικός Capitals: ΜΗΧΑΝΙΚΟΣ
Transliteration A: mēchanikós Transliteration B: mēchanikos Transliteration C: michanikos Beta Code: mhxaniko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A resourceful, inventive, X.Mem.4.3.1, v.l. in Id.HG3.1.8. Adv. -κῶς D.S. 18.27.    2 c. gen. rei, τῶν ἐπιτηδείων -ώτερος X.Lac.2.7.    II of or for machines, mechanical, ὄργανα μ. Arist.Pol.1336a11; αἱ . . κινήσεις αἱ μ. Id.Mech. 848a14; μ. ἀποδείξεις in mechanics, Id.APo.76a24: μηχανικά, τά, the science of mechanics, title of work ascribed to Aristotle: ἡ -κή (sc. τέχνη) Arist.Metaph. 1078a16, AP9.807; μ. ποίημα Sotad.15.6; μ. ἔργα PFlor. 152.4 (iii A. D.): Subst. μηχανικός, ὁ, engineer, Plu.Per.27, Sammelb.310. Adv. -κῶς Callix.2.

German (Pape)

[Seite 181] erfinderisch; vom Feldherrn, Xen. Mem. 3, 1, 6. 4, 7, 1; geschickt, kunstreich, Sp.; Maschinen betreffend, ἡ μηχανική, sc. τέχνη, die Maschinenkunst, die Kunst durch Benutzung der Naturkräfte Maschinen zusammenzusetzen; auch ὄργανα μηχανικά, D. Sic. 17, 98.

Greek (Liddell-Scott)

μηχᾰνικός: -ή, -όν, πλήρης ἐπινοιῶν, ἐφευρετικός, εὐφυής, Ξεν. Ἀπομν. 4. 3, 1, Ἑλλ. 3. 1, 8. - Ἐπίρρ. -κῶς, Διόδ. 18. 27. 2) μετὰ γεν. πράγμ., ὡς τὸ μηχανητικός, Ξεν. Λακ. 2. 7, ἐν τῷ συγκρ. -ώτερος. ΙΙ. ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς μηχανάς, μηχανικός, ὄργανα Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 17, 2. αἱ... κινήσεις αἱ μ. ὁ αὐτ. ἐν Μηχαν. ἐν τῷ προλόγῳ 9· μηχανικά, τά, ἡ ἐπιστήμη τῆς μηχανικῆς, περὶ ἧς ὁ Ἀριστ. ἔγραψε πραγματείαν· οὕτως, ἡ -κὴ (ἐξυπ. τέχνη), ὁ αὐτ. ἐν Ἀναλ. Ὑστ. 1. 9, 4, Ἀνθ. Π. 9. 807· - ὁ μηχανικός, ἐφευρετικός, ἐπινοῶν, Πλουτ. Περικλ. 27.