ξερός
From LSJ
οὐκ ἔστι λύπης, ἄν περ ὀρθῶς τις σκοπῇ, ἄλγημα μεῖζον τῶν ἐν ἀνθρώπου φύσει → amongst the natural ills of man there is, if one but look at it aright, no greater pain than grief
German (Pape)
[Seite 278] ion. u. ep. = ξηρός, trocken; ῥόχθει γὰρ μέγα κῦμα ποτὶ ξερὸν ἠπείροιο, Od. 5, 402, d. i. gegen das trockene Festland; einzeln bei sp. D., wie Phani. 7 (VI, 304), ποτὶ ξερὸν ἐλθέ.
Greek (Liddell-Scott)
ξερός: -ά, -όν, Ἰων. ἀντὶ ξηρός, Ὅμ., μόνον ἅπαξ, ποτὶ ξερὸν ἠπείροιο, ἀντί, πρὸς ξερὰν ἤπειρον (ὡς, ἐπὶ δεξιὰ χειρός, ἀντί, ἐπὶ δεξιὰν χεῖρα), Ὀδ. Ε. 402· οὕτω, ποτὶ ξερὸν ἐλθὲ Ἀνθ. Π. 6. 304, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Γ΄, 322· ἐπὶ ξερὸν Νικ. Θηρ. 704. (Συγγενὲς τῷ σχερός, χέρσος, Spitzn. Vers. Her. σ. 47).