ὀξύγαλα
From LSJ
ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλος → life is not worth living if you do not have at least one friend
English (LSJ)
ακτος, τό,
A sour milk, whey, πίνουσι . . ὀ. τῶν προβάτων Ctes.Fr.57.22, cf. Str.7.4.6, Plu.Art.3, Gal.6.689.
German (Pape)
[Seite 352] ακτος, τό, saure Milch, geronnene Milch, Strah. 7, 4, 6 Plut. Artax. 3 u. Folgde, bes. Medic., bei denen es auch den frischen Quarkkäse zu bezeichnen scheint.
Greek (Liddell-Scott)
ὀξύγᾰλα: -ακτος, τό, ξινόγαλα, πίνουσι.. ὀξύγαλα τῶν προβάτων Κτησ. Ἰνδ. 22, πρβλ. Στράβ. 311, Πλουτ. Ἀρτοξ. 3. πρβλ. Κολουμέλλ. 12. 8.