παράσιτος

From LSJ
Revision as of 11:35, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_15)

Εὐδαίμονες οἷσι κακῶν ἄγευστος αἰών → Blessed are those whose lives have no taste of suffering

Sophocles, Antigone, 583
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παράσῑτος Medium diacritics: παράσιτος Low diacritics: παράσιτος Capitals: ΠΑΡΑΣΙΤΟΣ
Transliteration A: parásitos Transliteration B: parasitos Transliteration C: parasitos Beta Code: para/sitos

English (LSJ)

ὁ,

   A one who eats at the table of another, and repays him with flattery and buffoonery, parasite, Epich.36, Arar.16, etc.; name of plays by Antiph., Alex., and Diph.; περὶ Παρασίτου, title of work by Luc.: c. gen., κενῆς π. τραπέζης AP11.346 (Autom.) : metaph., ἰχθὺς ἦν π. (v. ὄψον) Luc.Lex.6.    II of priests who had their meals at the public expense, Clitodem.11, Polem.Hist.78.    2 one who dines with a superior officer, Arist.Fr.551.

German (Pape)

[Seite 498] neben, mit oder bei einem Andern essend, nach Ath. VI, 234 e ff. ursprünglich im guten Sinne, bes. von Priestern, die beim Opfer gemeinschaftlich aßen, in VLL. οἱ ἐπὶ τὴν ἱεροῦ σίτου ἐκλογὴν αἱρούμενοι. – Gew. aber der Schmarotzer, der, um freien Tisch zu haben, sich zum Schmeichler oder Possenreißer hergiebt, vgl. Ath. a. a. O. Sie wurden eine stehende Charaktermaske der neueren Comödie. – Luc. Lexiph. 6 sagt für ὄψον geziert ἰχθὺς παράσιτος.

Greek (Liddell-Scott)

παράσιτος: ὁ, ὁ ἐσθίων ἢ σιτούμενος ἐκ τῆς τραπέζης ἑτέρου, ὁ ζῶν τῇ δαπάνῃ ἑτέρου ὃν κολακεύει χαμερπῶς, Ἀραρὼς ἐν «Ὑμεναίῳ» 1, κτλ.· ὄνομα κωμῳδιῶν τοῦ Ἄμφιδος, Ἀλέξιδος καὶ Διφίλου, ἴδε Ἀθήν. 235-240· καὶ ὁ Λουκ. ἔγραψε περὶ Παρασίτου· μετὰ γεν. κενῆς π. τραπέζης Ἀνθ. Π. 11. 346· - μεταφορ., ἰχθὺς ἦν π. (ἴδε ὄψον) Λουκ. Λεξιφάν. 6. ΙΙ. ὄνομα τάξεως ἱερέων, οἵτινες ἐτρέφοντο δαπάνῃ δημοσίᾳ, Ἀθήν. 234 κἑξ., πρβλ. Bgk ἐν Meineke εἰς Κωμικ. Ἀποσπ. 2. 1022, Κλειτοδήμου Ἀποσπ. 11, καὶ πρβλ. παρασιτέω ΙΙ. 2) ὁ ἐσθίων μετὰ ἀνωτέρου ἄρχοντος, Ἀριστ. Ἀποσπ. 510. - Καθ’ Ἡσύχ.: «παράσιτοι· ἀρχὴ ἐπὶ τὴν τοῦ ἱεροῦ σίτου ἐκδοχή…», καὶ «παράσιτος· κοσσοτράπεζος».