παρακολούθησις
πᾶσα γυνὴ τοῦ λύχνου ἀρθέντος ἡ αὐτή ἐστι → all women are the same in the dark, all women are the same when the lights go out
English (LSJ)
εως, ἡ,
A following closely, interrelation, τοῦ αἰτίου καὶ οὗ αἴτιον Arist.APo.99a30. 2 κατὰ -ησιν as an incidental result, Chrysipp.Stoic.2.336. II following with the mind, understanding, Plu.2.1144b, Arr.Epict.1.6.13, A.D.Synt.37.16, M.Ant.3.1; διὰ τὴν τῶν πολλῶν π. Gal.6.817; ῥᾴονος ἕνεκα π. Nicom.Harm.1; διὰ τὸ μὴ ἔχειν -ήσεις, of a mentally defective person, Mitteis Chr.96 ii 8 (iv A.D.). 2 inference, αἱ πολιτικαὶ ἐκ τῆσι στορίας π. Phld.Rh.1.122 S. 3 awareness, consciousness, Plot. 1.4.10 (pl.),3.9.3, 4.3.26.
German (Pape)
[Seite 484] ἡ, das Folgen, Erfolgen, Sp.; oft Epict.
Greek (Liddell-Scott)
παρᾰκολούθησις: ἡ, τὸ ἐκ τοῦ πλησίον παρακολουθεῖν, στενὴ σχέσις, τοῦ αἰτίου καὶ οὗ αἴτιον Ἀριστ. Ἀναλυτ. Ὕστ. 2. 17, 5. ΙΙ. τὸ παρακολουθεῖν διὰ τοῦ νοῦ, ἐννοιεῖν, Πλούτ. 2. 1144Β, Ἀρρ. Ἐπικτ. 1. 6, 13, κτλ.· ― ὡσαύτως τὸ συμπεραίνειν, Χρύσιππ. παρὰ Γελλ. 6. 1.